Φρέσκα

Το αναμμένο φλας

του Αλέξανδρου Χρηστομάνου

Λεωφόρος, ανοιχτός, φαρδύς, ασφαλτοστρωμένος. Σου κόβει την φόρα που και που, κάποιο κόκκινο φανάρι. Εκεί οι μηχανόβιοι στρώνουν τα ανακατωμένα μαλλιά τους, οι γυναίκες φροντίζουν τα φρύδια στο καθρεφτάκι του παρμπρίζ.

Κάποιος μασκαρεμένος κάνει τα σύντομα ακροβατικά του. Και σχεδόν πάντα θα υπάρχει κάποιος μηχανόβιος που σταματάει δίπλα σου με άγριο βλέμμα και ξεχασμένο το ένα φλας, το όποιο αναβοσβήνει ρυθμικά, σαν το μάτι μιας τρομαγμένης αγελάδας.

Ένα παλιό μηχανάκι, έρχεται αργοπορημένο και σταματάει κοντά σε εκείνον με το ξεχασμένο φλας. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δείχνει καλός άνθρωπος. Αμέσως πλησιάζει να τον ενημερώσει ότι έχει ξεχάσει αναμμένο το φλας. Ο καβαλάρης με το άγριο βλέμμα, δεν ανταποκρίνεται. Κοιτάζει μπροστά με αχανές απροσδιόριστο βλέμμα. Και πριν ακόμη ανάβει το πράσινο, βάζει ταχύτητα και χάνετε απ τα μάτια όλων.

Εκείνος με το παλιό μηχανάκι, σαν να θύμωσε που δεν κατάφερε να τον ενημερώσει για το ξεχασμένο φλας, τρέχει πίσω του σαν τρελός. Το αναμμένο φλας του ξεχασιάρη με το άγριο βλέμμα, ακόμη βγάζει μάτι κάπου πέρα, ανάμεσα στο μπουλούκι των αυτοκίνητων. Ο καλός άνθρωπος τρέχει να τον φτάσει. Σε κάποιο σημείο του δρόμου, δένει κόμπο το παλιό καυσαέριο με ένα καινούριο, ακόμη πιο μαύρο. Γίνετε ντουμάνι. «Δεν θα το φτάσει,» λέω στον εαυτό μου, με ένα σχετικό ενδιαφέρον που όλο και μεγαλώνει, καθώς εκείνος τρέχει. «Κρίμα να μη τον φτάσει,» μουρμουρίζω με μια πρωτόγνωρη λύπη.

Όμως εκείνος επιμένει. Φαίνεται πώς έχει πεισμώσει για τα καλά και τρέχει. Δίχως να καταλάβω, παρασύρομαι, τρέχω και εγώ πίσω του. Και δεν είμαι ο μόνος. Φαίνεται όλοι θέλουν να μάθουν την κατάληξη αυτού του ασήμαντου καλού γεγονότος.

Κάποια στιγμή τον προλαβαίνει. Σταματάει δίπλα στο μηχανάκι με το ξεχασμένο φλας και σηκώνει ελαφρώς το χέρι. Τώρα δεν βιάζετε. Του δείχνει το αναμμένο φλας με μια αργή κίνηση, σαν εκείνο των δρομέων μεγάλων αποστάσεων, που τους κόβετε η ανάσα. Για την επιβράβευση όλης της προσπάθειας, λαμβάνει μόνο ένα άγριο «ευχαριστώ,» που το τοποθετεί όμορφα κάπου στο τιμόνι, να το δουν όλοι. Και είναι τόσο ωραίο εκείνο το άγριο «ευχαριστώ» που σίγουρα τον ανακουφίζει.

Το λέω αυτό, γιατί και εμείς που ήμασταν απλοί θεατές, αισθανθήκαμε μια ανακούφιση. Η ικανοποίηση του μεταφράστηκε και στο καυσαέριο του, που άλλαξε αμέσως χρώμα. Έγινε ξανά απαλό γρι ανοιχτό, που ο μολυβένιος ουρανός των Χριστουγέννων, τον αγκάλιαζε μετά χαράς.