Το Μπραχάμι…της Μαρίκας και του Κώστα
του Μιχάλη Δήμα
Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010. Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά. Μέρες γιορτινές, χρονιάρες όπως τις έλεγαν παλιά και η μνήμη αρχίζει να φέρνει στην επιφάνεια εικόνες από τον περασμένο αιώνα. Έτσι η σκέψη μου πάει στα παιδικά μου χρόνια, τότε που μαθητής του δημοτικού έλεγα τα κάλαντα, με τον ξάδερφό μου τον Κώστα.
Με τα τριγωνάκια μας, τα παλτουδάκια μας και τα σκουφιά μας, χτυπάγαμε πόρτες και κουδούνια, συγγενών, φίλων, γνωστών και αγνώστων να πούμε τα καλά νέα, με την προσδοκία ενός γενναίου φιλοδωρήματος. Τα χρήματα που μου αναλογούσαν τα επένδυα σε βιβλία. Στου Δεγαΐτη, λοιπόν, εξαργύρωνα το μερτικό μου αγοράζοντας βιβλία των εκδόσεων Αστήρ και Αγκύρας. Χωρίς οικογένεια, Μιχαήλ Στρογκώφ, Η καλύβα του μπάρμπα Θωμά, Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα, μερικά από αυτά που θυμάμαι.
Στο σπίτι έκαιγε η σόμπα στο φουλ, η γάτα αραγμένη στην πολυθρόνα της να γουργουρίζει συνεχώς, οι μυρωδιές απ’ τα γλυκά και τα καρβέλια της Μαρίκας να γαργαλάνε τα ρουθούνια, το σπίτι ένα βασίλειο ευωδίας. Και αυτός με τη στολή εξόδου, με τα βαριά του άρβυλα, και το μαύρο μπερέ με το εθνόσημο, και πάλι αδειούχος, φάνταζε στα παιδικά μου μάτια γίγαντας σωστός. Εγώ ήμουνα ακόμα ένα παιδί και αυτός κοτζάμ άντρας. Βέβαια, τα χρόνια πέρασαν και άλλαξαν πολλά…μα σίγουρα θα τρόμαζε αν ήξερε πόσο τον αγαπούσα…
Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007. Εισόδια της Θεοτόκου. Γιορτάζουν οι παρθένες Μαρίες, μην τις μπερδεύουμε με τις οσίες Μαρίες. Στις μέρες μας βέβαια τρέχα γύρευε Μαρίες παρθένες και γενικότερα παρθένες. Σε δύο μέρες συμπληρώνονται οκτώ χρόνια από τότε που παρέδωσε το πνεύμα της στον Ύψιστο. 23 Νοεμβρίου του 1999 .
Μια και μιλάμε για Μαρίες, παρθένες και μη, μου ήρθε στο μυαλό η γιαγιά μου η Μαρίκα Χρωστάω ένα κειμενάκι στη μνήμη της.
Σε δύο μέρες συμπληρώνονται οκτώ χρόνια από τότε που παρέδωσε το πνεύμα της στον Ύψιστο. 23 Νοεμβρίου του 1999 .
Λοιπόν φίλε μου Η/Υ να έτρωγες ψωμάκι και μούντζα από τα χεράκια της γιαγιάς μου να πάθαινες την πλάκα σου. Πάσχα, Χριστούγεννα πάντα μας ζύμωνε. Αποβραδίς έπιανε μαγιά. Προμηθευόταν με μαστίχα, γλυκάνισο, σουσάμι, από το καφεκοπτείο του Μέρμηγκα. Συνήθως έστελνε εμένα και τ’ αγόραζα. Έσπαγε τη μαστίχα και καθάριζε το γλυκάνισο. Πρωί-πρωί σηκωνόταν και ζύμωνε. Φόραγε την ποδιά, σήκωνε τα μανίκια και ορμούσε στο ζυμάρι. Μοίραζε τη ζύμη σε δύο τρία ταψιά και τα κουκούλωνε με κάτι χοντρές κουβέρτες για ν’ ανέβουν. Αφού φουσκώνανε τα ψωμιά, τους κεντούσε με δυο πιρούνια ένα σταυρό. Στο κέντρο του σταυρού, αν ήταν Πάσχα έβαζε ένα κόκκινο αυγό. Αν ήτανε Χριστούγεννα ένα καρύδι. Τι μοσχοβολιά ήταν αυτή
Χριστέ μου όταν φέρναμε τα ταψιά σπίτι απ’ το φούρνο της Μαρίνας. Ανυπομονούσαμε να κρυώσει λίγο το ψωμί για να φάμε…

Η Μαρίκα Κορολόγου στην αυλή του Ρεμούτσικου. Δεκαετία του 80.