Φρέσκα

Ο θησαυρός του πατέρα

της Μαριαλένας Γκογκίδη

 

Μπαίνω σε ένα δωμάτιο, από τα πιο κρύα που έχω βρεθεί ποτέ. Κρύο, όπως αρμόζει σε έναν άνθρωπο που δουλεύει μόνος, αλλά δουλεύει για τους άλλους. Κοιμάται μόνος, όμως ξυπνάει για τους άλλους. Γλυκό κρύο, που με αφυπνίζει. Μου προσφέρει τη χαμένη έμπνευση που τόσο λαχταρούσα, όπως το ποτό όταν σε επισκέπτονται οι αναμνήσεις.

Αμέσως έστριψα στη δεξιά μεριά του δωματίου, εκεί όπου βρίσκεται η βιβλιοθήκη, γύρευα να ψαχουλέψω τα απόρρητα ενός γκριζομάλλη που φορά κακόγουστα, παλιομοδίτικα μουσταρδί πουκάμισα. Ένα χρώμα περίεργο, σαν εκείνο που απορροφούν τα καλά βιβλία με τον καιρό. Η βιβλιοθήκη είναι ένα ξεχασμένο διαμάντι που κάποτε κοσμούσε ένα παιδικό δωμάτιο. Μου φέρνει πολλές αναμνήσεις από όταν ακόμα προσέφερε στέγη σε παραμύθια, γεωγραφικούς χάρτες, εγκυκλοπαίδειες εφημερίδων και μινιατούρες κόκκινων αυτοκινήτων. Κάποτε τα είχαμε αποκτήσει με τον αδελφό μου μαζεύοντας πόντους από ένα βενζινάδικο της γειτονιάς. Για μήνες ήταν το κυρίως θέμα στο Κυριακάτικο οικογενειακό τραπέζι.

«Πόσα έμειναν ακόμα;»

«Μπαμπά, θέλεις να κάνεις ένα μεγάλο ταξίδι, για να αγοράσεις πολλή βενζίνη, να μαζέψουμε αποδείξεις και να πάρουμε την κόκκινη φεράρι;»

Πλέον είχαν ξεχαστεί σε ένα ράφι κάτω αριστερά, όπως ξεχνιέται και το καλό σερβίτσιο μιας νοικοκυράς ή τα χειροποίητα προικιά της γιαγιάς. Το έπιπλο ήταν σα καινούργιο, κουβαλούσε όμως την αίσθηση μιας άλλης εποχής, τότε που διαφαινόταν μια νέα εποχή και όλοι περίμεναν μια μεγάλη αλλαγή μέσα από τις οθόνες που  άρχισαν να γιγαντώνονται, να θεριεύουν και να κατακτούν το μέσα μας.

Είναι μια χρονική κάψουλα αυτό το δωμάτιο, δεν υπάρχει καμιά ηλεκτρονική συσκευή, παρά μονάχα ένα vintage ραδιόφωνο με ελάχιστες έως ανύπαρκτες δυνατότητες, αλλά με διαρκώς αυξανόμενη αξία. Μου αρέσει να κλειδώνομαι σε αυτό και να ξεφεύγω από τη φρενίτιδα των «ειδοποιήσεων» και τα παραπλανητικά συναισθήματα που κάθε λίγο και λιγάκι αναβοσβήνουν πάνω στο κινητό.

 Αφήνω το βλέμμα μου να αφοσιωθεί στη βιβλιοθήκη με τις γεροδεμένες εγκυκλοπαίδειες που κάποτε πουλούσαν οι εφημερίδες, αντί για τις μεσημεριανάδικου τύπου φυλλάδες που πνίγουν τα περίπτερα σήμερα. Αισθάνομαι να χαμηλώνω το βλέμμα μπροστά τους, να μαγεύομαι όπως μπροστά στα λόγια ενός πολύ διαβασμένου ανθρώπου. Τις ξεσκονίζω, θέλω να τις φέρω πίσω, ακόμη και αν η χρήση τους περιοριστεί για τη συγγραφή μιας σχολικής εργασίας. Αθώες σκέψεις, νοσταλγικές ή φιλόδοξες.

Στρέφω τα δάχτυλα σε ένα ράφι πάνω αριστερά, εκεί όπου φυλάσσονται κάτι νεανικές αναμνήσεις του παρελθόντος, που μοιάζουν με τις τωρινές δικές μου. Μια αυθόρμητη διαδοχή εξ αίματος. Ανακαλύπτω το μεσονύκτιο του Ελυάρ, τη διπλή μπαλάντα του Βιγιόν, ενώ τρία κλικ αριστερά συναντώ την Κατερίνα Γώγου. Στο ενδιάμεσο κάτι ξεχασμένα, τσαπατσούλικα ερωτικά στιχάκια, ερωτικές εξομολογήσεις κάποιας γυναίκας που δεν συνάντησα ποτέ και το άρωμα ενός σταυρού από το νότο, που ξέρω πόσο αγαπά ο πατέρας και πόσο έμαθα να αγαπώ εγώ.

Θέλω να μείνω και άλλο σε αυτή τη βιβλιοθήκη, την πιο τρυφερή και ανιδιοτελή κληρονομιά που θα μου μείνει και την πιο χρυσή που ελπίζω ότι θα αφήσω εγώ.

Κάποιο κινητό χτυπάει. Το μυαλό ξαφνικά σβήνει, κλείνω το φως του δωματίου και υπόσχομαι στον μοναδικό αυτό κόσμο ότι θα επιστρέψω Εκεί όπου πιστεύω ότι ανήκω.

1 Comment on Ο θησαυρός του πατέρα

  1. Εκεί ανήκουμε.
    Χρόνια πολλά.

    Αρέσει σε 1 άτομο

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.