Ιστορίες πικάντικες κι’ αληθινές…La perle du lac
Στας Ευρώπας 1
του VIX
Σε μία περίεργη στιγμή γνώρισα τον Ουρς. Ο Ουρς ήταν ένας πετυχημένος εκδότης παιδικού περιοδικού που εκδίδονταν σε 4 γλώσσες. Η έδρα του ήταν στη Γενεύη. Γνωριστήκαμε στον αυτοκινητόδρομο νούμερο 1, που συνδέει τη Γενεύη με τη Βέρνη και τη Ζυρίχη. Ο Ουρς ήταν τρελός με την Ελλάδα. Παρότι μας χώριζαν πολλά χιλιόμετρα, βρισκόμασταν σε τακτική βάση. Ανήκε σε ένα γκρουπ σαραντάρηδων που πάσχιζε να μάθει ελληνικά. Όλοι φοιτούσαν σε φροντιστήριο ελληνικών, έτσι για την τρέλα τους.
Επειδή κατάλαβαν ότι η γλώσσα δεν αρκεί για να αισθανθείς Έλληνας, αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Βόλτες, τσιμπούσια και ότι άλλο προκύψει. Αυτό που απαιτούσαν όλοι να μάθουν, ήταν οι βρισιές, τα σόκιν ανέκδοτα και τα ψυχο-σεξουαλικό υπονοούμενα. Εγώ ζητούσα άλλα από την παρέα. Να μάθω να μην τρώω με τα χέρια και να έχω μία προστασία – μία εξασφάλιση σε περίπτωση που συμβεί κάτι κακό.
Η πρώτη έξοδος ήταν στο γνωστό La Perle du Lac (το μαργαριτάρι της λίμνης). Το συγκεκριμένο ρεστοράν είναι ίσως το ακριβότερο στη Γενεύη. Κερνάει ο Ουρς επειδή έχει τα γενέθλιά του. Το πρώτο λάθος ήταν όταν πήγα να ανοίξω την πόρτα της πανάκριβης BMW του Ουρς. No no no, πρέπει να έρθει ο υπάλληλος να σου ανοίξει την πόρτα. Περίμενε. Κατέφθασαν 4 υπάλληλοι που άνοιξαν τις 4 πόρτες ταυτόχρονα. Κάτι σαν χορογραφία δηλαδή.
Ο ένας πήρε τη BMW οι άλλοι 3 έμειναν στις θέσεις τους και ένας πέμπτος μας πήγε στο τραπέζι. Μας δείχνει το τραπέζι και πάω να κάτσω. No no no, περίμενε. Πρέπει να έρθει ο υπάλληλος να σου τραβήξει την καρέκλα και να σε βοηθήσει να κάτσεις. Αφού κάτσαμε, κοιτάζω ένα γύρω να βρω κατάλογο. No no no, ο υπάλληλος θα φέρει κατάλογο για όλους ξεχωριστά και ένα κατάλογο για τον Ουρς για να επιλέξει το κυρίως ποτό. Μας ρώτησαν τι γεύση πρέπει να έχει το απεριτίφ. Επέλεξα βερίκοκο. Ήταν εξαιρετικό και κόντεψα να το πιώ σε δύο δόσεις. No no no, πρέπει να αφήσεις και λίγο. Δεν είμαστε λιγούρια. Ο Ουρς επέλεξε κρασί. Δεν θυμάμαι τι κρασί ήταν αλλά αυτό που θυμάμαι είναι ότι ήταν απίστευτο.
Δυσκολεύτηκα με την παραγγελία. Ο κατάλογος ήταν μόνο στα γαλλικά και γω ήμουν άσχετος. Με τη βοήθεια του Ουρς επέλεξα φιλέτο μοσχαρίσιο με ρούστι. Μετά ήρθε η σαλάτα. Η σαλάτα ήταν σε ένα πιάτο που έμοιαζε με κολυμπήθρα. Η σαλάτα μεταφέρθηκε στα πιάτα μας από τον σερβιτόρο. Μας έδωσαν με λαβίδα το ψωμί. Είδα ότι άλλοι το τοποθέτησαν στο μικρό πιατάκι. Τους μιμήθηκα. Περίσσευε όμως η πετσέτα. Η πετσέτα έπρεπε να τοποθετηθεί στο πόδι. Επάνω στο μπούτι. Στο ένα, όχι και στα δύο. Στο αριστερό συνήθως.
Μετά ήρθε το κρασί με το κυρίως πιάτο. Το κρασί ήταν σε ξεχωριστή βάση με πάγο, δίπλα στο τραπέζι. Ο σερβιτόρος έριξε λίγο κρασί στον Ουρς για την κλασική δοκιμή. Αφού ο Ουρς επαίνεσε το κρασί, ο σερβιτόρος γέμισε όλα τα ποτήρια μέχρι δύο δάχτυλα από το χείλος. Τσουγκρίσαμε και αρχίσαμε να τρώμε. Κάποια στιγμή αδειάζει το ποτήρι μου όπως και των άλλων και κάνω την κίνηση να πιάσω το μπουκάλι να γεμίσω τα ποτήρια. No no no, αυτή είναι δουλειά του σερβιτόρου. Όντως οι σερβιτόροι μόλις έβλεπαν άδειο ποτήρι το γέμιζαν. Ο Ουρς μετά το πρώτο ποτήρι, αρνήθηκε δεύτερο. Είχε περάσει κανάλι με το αλκοόλ παλιά και πρόσεχε. Το σύνθημα έπεσε σε όλους τους σερβιτόρους και δεν του ξαναγέμισε κανένας το ποτήρι του.
Οι συζητήσεις που κάναμε ήταν στα Ελληνικά και όταν δεν καταλάβαιναν χρησιμοποιούσα Αγγλικά ή Ιταλικά που γνώριζα. Όμως όλα γίνονταν χαμηλόφωνα. Μπορεί το φαγητό να ήταν άριστό αλλά το περιβάλλον ήταν ξενέρωμα. Όταν ολοκληρώσαμε το δείπνο, ήρθε η σειρά του επιδόρπιου. Μας έφεραν μία φορητή βιτρίνα γεμάτη τυριά. Επέλεξα είναι γαλλικό γλυκό τυρί που περισσότερο έμοιαζε με κρέμα-βούτυρο το οποίο είχε επικάλυψη με πιπέρι. Εξαιρετικό κι αυτό.
Μετά ήρθε η ώρα για το λογαριασμό. Τότε ο Ουρς τοποθέτησε την πλατινένια AMEX στο γνωστό δερμάτινο δίπτυχο με το μονόγραμμα του ρεστοράν. Ο μετρ το παρέλαβε και ύστερο από λίγο επέστρεψε με το έγγραφο προς υπογραφή. Σε αυτά τα μαγαζιά δεν παίζει μετρητό. Τα μετρητά είναι βρώμικα. Δεν τα πιάνουν στα χέρια τους. Με μετρητά πληρώνουν οι νταβατζήδες και οι ντίλερ ναρκωτικών.
Ευχαριστήσαμε όλοι τον Ουρς για το δείπνο. Πρότεινα να πάμε και κάπου αλλού για ποτό. Κάτι πιο χαλαρό να μιλήσουμε σαν άνθρωποι. Πήγαμε σε ένα από τα λίγα σημεία στο κέντρο της Γενεύης που άξιζε το κόπο. Σε μία λέσχη που σύχναζε ο Ουρς. Εκεί διατύπωσα την απορία:
Ρε παιδιά όλα καλά. Εγώ ακούμπησα με τα χέρια μου μόνο τα μαχαιροπίρουνα, το ποτήρι, την πετσέτα και το ψωμί. Τι θα γινόταν αν πήγαινα για κατούρημα;
Συνεχίζεται…

La perle du lac