Ηγώ το σκότωσα…
γράφει ο Δημήτρης Ξύλινος
Αναδημοσίευση από το βιβλίο «Ιστορίες από τους imaginistes»
Καλοκαίρι, ξημέρωσε μια μέρα με υπόσχεση για πολύ και ανέμελο παιχνίδι.
-Γάλας … Γάλας…
ακούστηκε από το δρόμο η φωνή του καθημερινού Γαλατά
Η μάνα μας έτρεξε μαζί με τις άλλες γειτόνισσες να γεμίσουν τα κανάτια.
Αφού το έβραζε δεν προλάβαινε να το δει από τη γρηγοράδα μας με τον αδελφό μου να ξεμπερδεύουμε με το πρωινό.
Και μετά;
Μετά ανεβαίναμε στο παράθυρο του μαντζάτου πιασμένοι από τα κάγκελα κοιτώντας έξω δεξιά αριστερά, σαν τις νοικοκυρές που κάνουν χάζι ποιος περνάει και τι φοράει.
Μόλις ακούγαμε φωνές στην πλατεία του Παντοκράτορα φρούστ έξω.
Απέναντι στη γωνία του ερειπωμένου σπιτιού όπου οι μεθύστακες που έβγαιναν το βράδυ από το κρασοπουλειό του κυρ Ηλία άφηναν τα ζορισμένα υγρά τους, οι χωρικοί που έφθαναν από τα Τζουμέρκα άφηναν τα μουλάρια
δεμένα να παλεύουν με την ουρά τους τις μύγες που τα πολιορκούσαν μπροστά και πίσω, έριχναν τα νερά με τις σαπουνάδες οι μανάδες όλων.
Η μεγάλη πάλη της μυρουδιάς του ROL και του κάτουρου.
Ξαφνικά ακούστηκε η φωνή του Βλησαράκη από το διπλανό σπίτι της κυρα
Κασσιανής πάνω από το κρασοπουλειό.
-Δεν θέλου δεν θέλου
-Φάτου μωρε ζαλιάρκου φάτου
-Δεν θέλου
Ακούγονται τρεξίματα κυνηγητά.
Και ξάφνου ανοίγει η πόρτα του σπιτιού και ο Βλησαράκης πετάγεται έξω και κολλάει στον απέναντι πέτρινο τοίχο.
Εμείς από δω έχουμε ακούσει το κυνήγι ξεπροβάλουμε στη δική μας βαριά ξύλινη πόρτα με το ένα κεφάλι του αδελφού μου πάνω και το δικό μου κάτω.
Εκείνη την στιγμή ο φίλος μας βλέποντας τη μάνα του να έρχεται μέσα από το
σπίτι κρατώντας με το ένα χέρι το κανάτι με το γάλα και στο άλλο το κουτάλι
φορτωμένο με την παπάρα το ψωμί, φεύγει τρέχοντας προς το κάθετο δρομάκι μη έχοντας ακούσει το αυτοκίνητο που ανέβαινε αργά.
Κοιτώντας πίσω μη τον πιάσει η μάνα του πέφτει πάνω στο φτερό του μεγάλου μαύρου Impala που φρενάρει απότομα.
Ο Βλησαράκης πέφτει κάτω και η μάνα του βλέποντας τη σκηνή πετάει το κατσαρόλι με το γάλα στο δρόμο πιάνει το κεφάλι της και αφήνει μια φωνή.
Αααααααα…
Η μάνα μας πετάχτηκε από το φρενάρισμα και το θόρυβο στο δρόμο και βλέπει τη φιλενάδα και γειτόνισσά της να γυρνάει στο σπίτι φωνάζοντας
-Ηγώ το σκότωσα… ηγώ το σκότωσα…
Εμείς έχουμε έλθει στην διπλανή πόρτα και κοιτάμε μέσα, αποσβολωμένοι για ότι εκείνη ημέρα έχει ξημερώσει, τουλάχιστον έως εκείνη τη στιγμή.
Η κυρα Κασσιανή καθισμένη στην αρχή της σκάλας που ανεβαίνεις στο
σπίτι δίπλα στα βαρέλια με το κρασί και τη μυρουδιά του, να κρατάει σφιχτά το κουτάλι στην παλάμη της και τα δυο χέρια μέσα στα μαλλιά φωνάζοντας
-Ποπη μ’ Ηγώ το σκότωσα… ηγώ το σκότωσα….
Κοιτώντας στο δρόμο όμως βλέπουμε τον Βλησαρακη να σηκώνετε να ξεσκονίζει το κοντό παντελονάκι του και να κοιτάει το γδαρμένο του γόνατο.
Απορημένος για το πώς έγινε.
Ο οδηγός του αυτοκινήτου άσπρος σαν πανί ανοίγει τη βαριά πόρτα και βγαίνοντας σταυροκοπιέται.
-Μωρε πιδακι μ’ τι τρεχς ετς του λέει σχεδόν θυμωμένος.
Μαζεμένος και με την ουρά κάτω από τα σκέλια μπερδεύοντας τα δάκτυλα μπροστά από αμηχανία πλησιάζει ο φίλος μας την πόρτα του σπιτιού του
όπου η μάνα του ωρύονταν.
-Ηγώ το σκότωσα… ηγώ το σκότωσα…
Μα μόλις τον βλέπει ακέραιο στο κατώφλι πετάγεται όρθια και του πετάει το
κουτάλι φωνάζοντας του
-Θα σε σκοτώσω μωρέ ζαλιάρκο θα σε σκοτώσω.
Στους φίλους που χάθηκαν μέσα από την αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής.
Στον αδελφό μου Γιώργο
Στον παλιό φίλο μου Βελισάριο
