Ένα ποτήρι νερό στην πόρτα
της Βασιλικής Δραγάτση
Ήταν το βράδυ πριν τη γιορτή της… «Ποτέ δεν θέλησες να σου κάνω ένα ακριβό, ένα ωραίο δώρο», της είπε… Η αλήθεια είναι ότι στριμωγμένη όπως ήταν η δική της γιορτή ανάμεσα στη δική του και στης κόρης τους, ποτέ δεν έκαναν κάτι ιδιαίτερο… Και κείνη άλλωστε δεν την ένοιαζαν οι γιορτές, τα γενέθλια, οι επέτειοι… Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της από πολύ μικρή ότι δεν θα έμοιαζε με τις άλλες συζύγους… Ούτε τα χρυσά κοσμήματα της άρεσαν, εξάλλου. Πάντα φόραγε μεγάλα ξύλινα κολιέ ή τις μακριές πέρλες της μάνας της! «Καλά, κοιμήσου τώρα!», του είπε… Εκείνος επέμενε: «Αύριο μαζί θα πάμε να διαλέξουμε ένα ακριβό κόσμημα, στο χρωστάω»…
Το πρωί ξύπνησαν.. «Καλημέρα, γλυκιά μου», της ψιθύρισε… «Δεν το ξέχασα το δώρο σου»… Πήγε να σηκωθεί από το κρεβάτι, «Ζαλίζομαι» της είπε… Κι ύστερα σωριάστηκε… Στην αρχή αυτή γέλασε: «Ελα σταμάτα τα αστεία τώρα»… Πάντα της έκανε αυτό το αστείο, ότι δεν μπορούσε κι έπεφτε κάτω…
Φώναξε τ’ όνομα του πανικόβλητη. Γύρισε, την κοίταξε, είπε πάλι ένα «ζαλίζομαι» και μετά τίποτα. Δεν μπορούσε να κουνήσει την αριστερή του πλευρά, δεν μπορούσε να μιλήσει. Την κοίταζε μόνο κι έκλαιγε. Εκείνη κατάλαβε, αυτό που περίμενε με αγωνία κάθε μέρα, κάθε νύχτα…
Οι γιατροί της το είχαν πει :»Εξαιτίας της ασθένειάς του, ένα εγκεφαλικό θα αποβεί μοιραίο»… Στο ασθενοφόρο χιλιάδες πράγματα περνούσαν από το μυαλό της: να ειδοποιήσει την κόρη της, τα αδέλφια του, τα αδέλφια της, τους φίλους, να σηκώσει λεφτά από την τράπεζα, ένα σύννεφο από σκέψεις… Εκείνος μόνο την κοίταγε και της κράταγε το χέρι… Και μέσα σ’ αυτό το σύννεφο και απ ‘ όλα όσα είχαν ζήσει. το πως χτύπαγε τα κουδούνια κάθε μεσημέρι: ‘Τζάμπα τα χεις τα κλειδιά, Χριστιανέ μου, πρέπει να σηκώνεις τον κόσμο στο πόδι;»…
Κι ύστερα το ποτήρι νερό στην πόρτα που της ζητούσε κάθε πρωί… Δεν έφευγε για το γραφείο, αν δεν έπινε από τα χέρια της νερό.. «Όταν σου ζήτησα νερό/δεν δίψαγα·/η πεθυμιά μου ήταν/της προσφοράς την προθυμία/ν’ απολαύσω». Το ξερε… Περισσότερο απ’ όλα θα της έλειπε η φωνή του, όταν σαν αχάιδευτο παιδί της ζήταγε εκείνο το ποτήρι νερό στην πόρτα…

Πολυ αληθινο.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο