Ένας ξένος στην πόλη
του Γιάννη Παπασταθόπουλου
Την πρώτη φορά που πήγα Θεσσαλονίκη κοιμήθηκα σ’ ένα ξενοδοχείο απέναντι από τα Δικαστήρια, “Άνεσις” νομίζω το έλεγαν. Είχα κλείσει δωμάτιο τηλεφωνικά, ήταν 1997, συναυλία U2 στην αποβάθρα, με τα χίλα ζόρια είχα εξασφαλίσει άδεια από το στρατό, ο υπόδικας όμως με είχε βρει εντάξει παιδί στις υπηρεσίες και ο λόγος που επικαλέστηκα – κάτι συγγενείς ανύπαρκτοι που πέθαιναν – ήταν αρκούντως προσωπικός, σίγουρα θα ήμουν ανακλήσιμος εντός 2 ωρών, περίμενα τα εισιτήρια της συναυλίας 1 χρόνο πριν, θα μπορούσα να πάω και στο φεγγάρι και να γυρίσω σε 2 ώρες αν ήταν να φύγω απ’ το στρατόπεδο.
Όταν έφτασα είδα πως το ξενοδοχείο ήταν γεμάτο από κορίτσια που δούλευαν δίπλα, στα πεζοδρόμια γύρω από τη πλατεία Βαρδάρη, τα Λαδάδικα τότε ήταν διαφορετικά απ’ ότι σήμερα. Δεν με χάλασε, ήταν βράδυ και το κόκκινο χρώμα της ταμπέλας μέσα στο πράσινο πλαίσιο παραδόξως μου άρεσε, είχε χρώμα η ζωή εκτός στρατοπέδου και τα κορίτσια είχαν βαμμένα τα χείλη τους κόκκινα, αυτό μου αρκούσε.
Με υποδέχτηκε μια πόλη σκοτεινή, ζεστή το πρωί και υγρή το βράδυ, από αυτές που γουστάρεις να μισείς ή τουλάχιστον να γκρινιάζεις, να ζεις μέσα της προσδοκώντας κάποτε να φύγεις, να λείπεις και να μετράς μέρες για να γυρίσεις. Το λιμάνι γεμάτο γερανούς και κοντέινερ το έκλεισα μέσα σ’ ένα σωρό ασπρόμαυρο φιλμ, δεν είχα παράπονο. Τα κορίτσια απ’ το πεζοδρόμιο εν τέλει δεν ενόχλησαν καθόλου, ούτε φασαρίες, ούτε θορύβους, τίποτα, αν έδινες σημασία και στη παραμικρή λεπτομέρεια θα τις έλεγες πραγματικές επαγγελματίες. Κι ας πέρασα κάποιες ώρες στο ξενοδοχείο να χαζεύω απ’ το παράθυρο την είσοδο του Δικαστικού με κόσμο που δρασκέλιζε την είσοδο, άλλους με χειροπέδες άλλους χωρίς, ιστορίες χωρίς τέλος όπου κάποιος άλλαζε τη ζωή του για πάντα και κάποιος άλλος απλά πήγαινε άλλη μια μέρα στη δουλειά.
Ερωτεύτηκα κάποτε μια πόλη 500 χιλιόμετρα μακριά και μόλις άκουσα αυτό το τραγούδι, μου φάνηκε τόσο δικό της, τόσο δικό μου σχεδόν 20 χρόνια πίσω, που άθελά μου έψαξα μέσα μου να βρω τα σημάδια που μου άφησε κάποτε. Κάπως έτσι ήρθαν όλα αβίαστα και βγήκαν με μια ανάσα. Μπορεί βέβαια να είναι κάποιο παιχνίδι της στιγμής, κάποια ανάγκη να βγεις απ’ τα χαρτιά σου και να ξαναγεμίσεις με χρώματα από πινακίδες ξενοδοχείου στη νύχτα, κόκκινα κραγιόν και κοντέινερ. Ίσως να είναι απλά μια στάση για τσιγάρο κι ένα βιαστικό χαιρετισμό στους επάνω πριν συνεχιστεί το ταξίδι. Κάποια στιγμή θα τα πούμε. Έτσι δεν λένε;
Does it ever end?
Of course it does
It did
