Ο χαμένος παράδεισος
του Λευτέρη Τσίλογλου.
Α! Ήταν ευαίσθητος, πολύ ευαίσθητος. Αυτό πρέπει αντικειμενικά να το παραδεχθούμε. Βεβαίως, για να μη γίνει καμιά παρεξήγηση, δεν εννοώ στα αισθήματα και την κοινωνική συνείδηση. Για τα θέματα αυτά, στην περίπτωσή μας, καλύτερα να μη μιλάμε. Δε χαμπάριαζε ντιπ για ντιπ στον τομέα αυτό. Ευαίσθητος ήταν και στις μικρότερες αλλαγές των καιρικών συνθηκών, φανατικός ακροατής των δελτίων καιρού που με τόση φροντίδα προσφέρουν η ΕΜΥ και όλα τα κανάλια και οι εφημερίδες των ΜΜΕ.
Ήταν σχεδόν το αποκλειστικό αντικείμενο συζήτησης με την κακομοίρα τη γυναίκα του, που της είχε πρήξει το συκώτι. Εκείνη με την Ιώβεια υπομονή της τον ανεχόταν τόσα χρόνια, ενώ κάτω από φυσιολογικές συνθήκες έπρεπε από καιρό να τον έχει πετάξει έξω από το σπίτι ή να τον έχει πνίξει στην καταβόθρα της αυλής και μετά να διαδώσει ότι την παράτησε. Θα γλύτωνε από το συνεχές μαρτύριο που της έλαχε στη ζωή. Αλλά δεν το έκανε, ούτε μάλλον επρόκειτο να το κάνει, γιατί μέσα της είχε κυρίαρχο το φόβο της Θείας τιμωρίας όταν με το καλό αναχωρήσει από το φθαρτό τούτο κόσμο και βρεθεί απέναντι στον τιμωρό δημιουργό της. Ήταν βλέπεις και βαθιά θρησκευόμενη και με την δύναμη που σου δίνει η πίστη άντεχε τις υπερβολικές παραξενιές του «συντρόφου» της Πριν εξέλθει από το σπίτι η πρώτη δοκιμασία.
Τι θα φορέσει για να μην κρυώσει ή ζεσταθεί ανάλογα με την περίπτωση κι έπρεπε η γυναίκα του να τον συμβουλεύσει σε αυτό αναλαμβάνοντας έτσι όλες τις ευθύνες των συνεπειών για τις προτάσεις της. Η κακομοίρα έβγαινε πρωί-πρωί στην αυλή κι έβλεπε τον ουρανό αν είναι να βρέξει γιατί αλίμονο να έβρεχε και να μην τον έχει συμβουλέψει να πάρει μαζί του ομπρέλα. Βλέπεις αυτή, παλαιάς νοοτροπίας δεν εμπιστευόταν τους δαίμονες της τεχνολογίας, ακολουθώντας την ευαγγελική ρήση «Άγνωσται αι Βουλαί του Κυρίου»
Το μεγάλο βάσανο ήταν το φαγητό. Έκανε τόσες προσπάθειες. Διάβαζε συνταγές, παρακολουθούσε τις σχετικές εκπομπές, μα για την άνδρα της κάθε προσπάθεια πήγαινε χαμένη. Το δικό της φαγητό είχε πάντα ελαττώματα. Άψητο ή καμένο, λύσσα η ανάλατο, άγευστο, πολύ λιπαρό. Το είχε καημό ν’ ακούσει απ’ το στόμα του έναν καλό λόγο. Όμως μέσα της ένιωθε κάποια δικαίωση, γιατί όχι σπάνια αυτό το «αποτυχημένο» φαγητό το ντερλίκωνε μέχρι καθαρισμό του πιάτου, μόνο που δεν τολμούσε να του αντιμιλήσει.
Στο πρόβλημα της προσωπικής υγείας του Χριστέ κι Απόστολε. Με ιερή προσήλωση στις συμβουλές των δεκάδων ιατρών διαφόρων ειδικοτήτων, φιλοδοξούσε να μείνει στον παρόντα κόσμο, πάνω από έναν αιώνα φιλοδοξία κάθε ανθρώπου της εποχής μας. Ημερησίως με βάση τις συμβουλές των γιατρών του κατάπινε δεκάδες χάπια και για να μην τα μπερδεύει στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του είχε καθαρογραμμένο, από τη γυναίκα του, το ωράριο για την κατάποση του καθενός από αυτά. Η ίδια είχε και την ευθύνη της προμήθειας όλων των φαρμάκων κι αλίμονο, αν κάποια στιγμή κάποιο απ’ αυτά δεν ήταν στη διάθεσή του. Κατάρες ότι το κάνει επίτηδες, ότι προσπαθεί υπογείως να του αφαιρέσει την πολύτιμη ζωή του. Όμως να το ξέρει η θεία τιμωρία θα πέσει βιαίως επί της κεφαλής της στα φλογισμένα καζάνια της κολάσεως Όλες αυτές οι κατάρες την κατατρόμαζαν δεόντως όντας βαθιά θρησκευόμενη και ζητούσε από τον εξομολογητή της, που τακτικά τον επισκεπτόταν τη θεία συγχώρεση. Με μεγάλη δυστυχία της κι ο παπάς αντί να την παρηγορήσει έδινε το μεγάλο ποσοστό δίκιου στον άνδρα της, αφαιρώντας την τελευταία ελπίδα να βρει από κάπου κατανόηση και στοργή, κάτι που είχε ανάγκη στον ακρότατο βαθμό. Η γυναίκα της έλεγε πρέπει χωρίς παράπονα και βαρυγκωμούς να υπηρετεί τον άνδρα της Το λένε και τα ιερά κείμενα.
Όλα αυτά την ανάγκασαν να δει κάποια στιγμή το θέμα από την αρχή. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής της ανελλιπώς έδινε τη μάχη να κερδίσει μια θέση στον παράδεισο. Όλες οι συμπεριφορές της, όλες οι αναστολές σε χαρές που για συνήθεις ανθρώπους ήταν αυτονόητες, το αυστηρό κι απαγορευτικό συνταγολόγιο του εξομολόγου της τα είχε στην αυστηρά απαγορευμένη ζώνη. Είναι ζήτημα αν με τον άνδρα της έφτασε μια φορά σε οργασμό ή για να είμαστε πιο ακριβείς απάντηση σε αυτό το θέμα με σιγουριά δεν ήταν σε θέση, λόγω έλλειψης γνώσεων, να δώσει. Όμως ο άνδρας κι ο, ευθυγραμμισμένος με αυτόν, εξομολόγος της αγνοούσαν τη σωρευτική ιδιότητα των εντυπώσεων, πάνω σ’ ένα άτομο. Μαζεύονται οι πίκρες και με την κατάλληλη αφορμή όταν η συσσώρευση φτάσει στην κρίσιμη τιμή, επέρχεται η έκρηξη. Την αφορμή την έδωσε ο ίδιος ο άνδρας της. Χωρίς φροντίδα έπαιρνε κιλά κι όλα τα ρούχα τον στένευαν. Έτσι η γυναίκα του πήγαινε στον νεοφερμένο μετανάστη επιδιορθωτή ρούχων να τα φαρδύνει όσο γίνεται.
Ο Σινάν είχε συμπληρωμένα δυο χρόνια στην Ελλάδα και είχε περάσει του Χριστού τα βάσανα να πάρει κάρτα παραμονής. Όταν αναγκαστικά ερχόταν σε επαφή με κάποια υπηρεσία μ’ έναν άμεσο ή έμμεσο τρόπο βρισκόταν μπροστά σε μια ανοιχτή παλάμη, που έπρεπε να δώσει το κατιτίς, βγαλμένο όμως με κόπο και ιδρώτα απ’ τον ίδιο. Μετά από προσπάθειες άνοιξε ένα μικρό μαγαζάκι, μια τρύπα καλύτερα να τη πούμε στην πραγματικότητα, όπου ασκούσε την τέχνη που έμαθε από παιδί κοντά στον πατέρα του. Ράφτης, αλλά εδώ, ελπίζει προς το παρόν να γίνει ο επιδιορθωτής κάθε είδους ρούχου και ό,τι άλλο του ζητηθεί από τους πελάτες του. Από την πρώτη στιγμή η γυναίκα βρήκε στο Σινάν μια ευγενική και καταδεκτική συμπεριφορά, που τόσο της είχε λείψει στη ζωή της. Έτσι άνοιξε από την αρχή ένα κανάλι επικοινωνίας μεταξύ τους, λες κι ήταν παλαιοί γνώριμοι. Είχαν κάτι κοινό οι δυο Τη στέρηση ανθρωπιάς κι επικοινωνίας από το περιβάλλον τους.
Πρώτη φορά στη ζωή της αυτή βρήκε ένα πρόθυμο αυτί να πει τα παράπονα της απ’ τη ζωή. Όταν κι αυτός άρχισε να λέει τα δικά του τον ένιωσε σαν αδελφή ψυχή Άγνωστο πως, αυτός μύρισε την στέρηση, της μιλούσε γλυκά με στοργή κι ενδιαφέρον, άνοιξε χωρίς να το θέλει το στόμα της κι άρχισε να του εκμυστηρεύεται τα παράπονά της, την έλλειψη επικοινωνίας με τον άνδρα της, μια σχέση από την αρχή πεθαμένη και την αυταρχική εν γένει συμπεριφορά του. Κοντά στο Σινάν ένιωσε τη ζεστασιά που ποτέ δε γεύτηκε από τον άνδρα της και βήμα-βήμα, ένας γλυκός λόγος, το πρώτο δειλό χάδι, η επαφή των σωμάτων και η καταπιεσμένη στέρηση εξερράγη σαν το νερό ξεροπόταμου μετά από μια δυνατή μπόρα. Έχασε τον έλεγχο του εαυτού της και για πρώτη φορά γεύτηκε πράγματα που ούτε φανταζόταν ότι υπάρχουν κι ότι θα έρθει η σειρά της να τα ζήσει και η ίδια. Αφέθηκε στα νέα συναισθήματα, παράδωσε τα όπλα και ρούφηξε τη νέα γνώση. Ήταν αναπόφευκτη η αλλαγή συμπεριφοράς της απέναντι στον άνδρα της και αυτή η αλλαγή ήταν ραγδαία. Εκείνος αμήχανος και άοπλος είδε ότι τα παραδοσιακά όπλα εκφοβισμού δεν βρίσκουν πλέον ανταπόκριση και ζήτησε τη βοήθεια του παπά. Όταν βρέθηκαν μπροστά της και την απείλησαν με τη θεία τιμωρία ξεστόμισε την απελευθερωτική κραυγή « Να βράσω τον παράδεισό σας. Αυτόν τον βρήκα εδώ στη γη»
