Φρέσκα

Στο Μπραχάμι μιας άλλης εποχής…13 – «Η αυλή των χαρταετών»

του Βαγγέλη Γκουγκουλή

 

Τους καλύτερους χαρταετούς τους έφτιαχνε ο Καούκης. Είχε ψιλικατζίδικο, με αυλή, χαμηλά στη Θουκυδίδου. Λίγο πριν το μεγάλο ξυλουργείο των Αφών Στρατηγού, του Αργύρη και του Βασίλη. Έπαιρνε μάνες από το ξυλουργείο τους, λεπτές, καλοδουλεμένες, γερές και πανάλαφρες, ότι έπρεπε για τους αετούς του. Πήγαινα στη ζούλα δίπλα στην αυλή και χάζευα τη μαστοριά και το μεράκι του. Σχήματα και χρώματα τέλεια ταιριασμένα δίπλα-δίπλα, συνέθεταν στο τέλος ένα ψηφιδωτό, έτοιμο να πετάξει.

Ζήλευα τη μαστοριά του, την τέχνη του. Ήταν καλλιτέχνης. Κάθε ένας άλλωστε, που κάνει με προσήλωση και μεράκι αυτό που του αρέσει, είναι καλλιτέχνης. Ύστερα, τους κρεμούσε στη μικρή υπαίθρια γκαλερί -την αυλή του- και στον εξωτερικό τοίχο του ψιλικατζίδικου. Για μέρες μετά, οι μικροί και μεγάλοι ιπτάμενοι πίνακες κοσμούσαν τον εναέριο χώρο της γειτονιάς μου.

Ο Τσαρούχης κι ο Βασιλείου έφτιαχναν χαρταετούς για του Φιλοπάππου. Εμείς είχαμε τον Καούκη. Έφτιαχνε χαρταετούς για τη γειτονιά μας. Τους κρεμούσαμε στον ώμο και ξεκινάγαμε 5-6 οικογένειες πρωί – πρωί καθαράς Δευτέρας για το κτήμα του Γερουλάνου, το Κοντοπήγαδο, το Χασάνι, ανάλογα τον καιρό και τα κέφια. Ο κυρ-Μήτσος, ο Σπαταναίος, είχε τη τιμητική του. Γεμίζαμε τις νταμιτζάνες ρετσίνα. Εμείς τους χαρταετούς (του Καούκη) στη πλάτη, οι πατεράδες τις νταμιτζάνες, οι μανάδες τα σαρακοστιανά και καμιά κουβέρτα για το γρασίδι.

Σπάνια θυμάμαι κακό καιρό την Καθαρά Δευτέρα. Στο έμπα της η άνοιξη. Καταπράσινες οι πλαγιές στα κτήματα. Μαργαρίτες, χαμομήλια, παπαρούνες, συμμαχούσαν λες, για την ευχαρίστησή μας. Κι οι αετοί του Καούκη πολύχρωμοι, φανταχτεροί, χαρούμενοι, μας καμάρωναν από ψηλά. Καλοζυγισμένοι, με λεπτές και ανθεκτικές μάνες, κρόσσια και ουρές φυσαρμόνικα, σπάγκο κερωμένο από μέρες πριν.

Πολλές φορές στέλναμε γράμματα. Γράμματα με μικρά χαρτονάκια, γράμματα με σημειώσεις και υπονοούμενα τρυφερά, για τα κορίτσια του διπλανού θρανίου. Λες και τα στέλναμε στις ίδιες…στην Άννα, στη Έρη, στη Λευκή. Πετάγαμε και μεις μαζί τους. Πέταγαν κι οι αετοί μέχρις αργά. Τους μαζεύαμε με το πρώτο σούρουπο και κινούσαμε για την επιστροφή.

Πιάναμε τη Θουκυδίδου πάλι, από το τέλος της τώρα, πίσω απ΄ το Νέο τέρμα. Ξαφνικά βλέπαμε πάνω από τη γειτονιά, στο ύψος της Πλ. Κύπρου στο Πηγάδι, φως παράξενο να κινείται αρμονικά και αργά σαν μικρός κοντινός αποσπερίτης.

Βρισκόμασταν στο ύψος της αυλής των χαρταετών. Ο Καούκης και η αυλή του είχαν κάνει το θαύμα τους. Ο καλλιτέχνης είχε φτιάξει, για τη πάρτη του, φαναράκι με λαμπάκι και μικρή μπαταρία(στήλη). Η μελαγχολία της επιστροφής μας φωτίζονταν τώρα, απ΄ το φαναράκι του Καούκη, κι απ΄ το γλέντι στην αυλή του, που ήταν στο φόρτε του..

Νύχτα πλέον, οι αετοί όλοι πουλημένοι, τα σαρακοστιανά και η ρετσίνα στο τραπέζι κι ένα παλιό κασετόφωνο αυτοκινήτου με τις μεγάλες μπομπίνες στην αυλή, να παίζει συνέχεια Καζαντζίδη, κι ο άρχοντας των χαρταετών να χορεύει και να τραγουδά… “..μανούλα θα φύγω, μη κλάψεις για μένα”

Ύστερα από καιρό, τόπε και το ‘κανε ο Καούκης. Πήρε λέει τους χαρταετούς του και πήγε στη Βραζιλία, μετανάστης…

Εγώ κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, διώχνω από μπρος μου τις κεραίες, τις ταράτσες των πολυκατοικιών, χαζεύω το μικρό αποσπερίτη και ρίχνω κλεφτές ματιές…

…στην αυλή που φτιάχναν τους καλλίτερους χαρταετούς…

Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας

 

2 Comments on Στο Μπραχάμι μιας άλλης εποχής…13 – «Η αυλή των χαρταετών»

  1. Το πληρες ονομα του ηταν Νικος Καουκακης. Πεθανε. Ειχε φυγει για τον Καναδα, επεστρεψε εμεινε για λιγο στο Δημο μας κ στην συνεχεια εγκατασταθηκε μεχρι τον θανατο του στην Αρτεμιδα. Ξταν καλλιτεχνης σε πολλους τομεις.

    Κ.Δ.

    Αρέσει σε 1 άτομο

  2. Άγνωστο's avatar chrispipin // 02/03/2020 στο 10:58 //

    Ευχαριστούμε θερμά για το σχόλιό σας!

    Μου αρέσει!

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.