«Άσσος κούπα.»
του Αλέξανδρου Χρηστομάνου
Καλύτερα να σε αποκάμουν λευκά χέρια, είπε έξαλλος κάποιος μπαίνοντας στο καφενείο, αφήνοντας να εννοηθεί ότι τα χέρια κάποιου μαύρου, τον είχαν ρημάξει. Τότε απ το διπλανό τραπέζι ακούστηκε ένα δυνατό, «Άσσος κούπα.»
Φαίνεται ο χαρτοπαίχτης που βρόντηξε την τράπουλα, αδιαφόρησε παντελώς στο παράπονο του άλλου. Μόνο οι αργόσχολοι που παρακολουθούσαν την τράπουλα, κούνησαν ελαφρώς τα κεφάλια. Κάτι σαν μια μικρή δόση συμπαράστασης.
«Να, κοιτάτε εδώ, δεν μου έμεινε ψιλό ούτε για το καφέ.» συνέχισε εκείνος και τράβηξε έξω τις φόδρες των τσεπών, σαν δυο μη αναπτυγμένα μέλη. Τότε το κούνημα τον κεφαλιών εκείνων που χάζευαν την τράπουλα, άλλαξε κατεύθυνση. Πήγαινε μπρος πίσω. Λες και το μικρό καφενείο το χτύπησε εγκέλαδος.
Ύστερα εκείνος με τις άδειες τσέπες, αφού είδε πώς κανένας δεν προσφέρθηκε να τον κεράσει ένα καφέ, γύρισε να φύγει θυμωμένος. Αλλά που να πάει. Στην πόρτα σαν μαύρο σύννεφο, εμφανίστηκε ένας δίμετρος μαύρος βαστώντας στο χέρι, ένα τόξο και τα βέλη.
Τότε, οι αργόσχολοι σταμάτησαν με μιας το κούνημα των κεφαλιών, όπως η κότα με τα κλωσόπουλα στο ξεκούρδιστο παλιό ρολόι. Ο μαύρος μπήκε, και σηκώνοντας ψηλά το τόξο, φώναξε. «Μόνο τριανταπέντε…»
Τα τραπέζια σείστηκαν. Τα τσίπουρα δεν χύθηκαν, απλώς δημιούργησαν μικρά κύματα. Όλοι σηκώθηκαν και κατευθύνθηκαν προς την πόρτα.
Τότε εκείνος ο άφραγκος, ο κατακλεμμένος, που προ λίγου ήθελε να φύγει, κάνει μια παράτολμη κίνηση. Λέει στο μαύρο με σήματα χεριών, πώς είναι καιρό που ενδιέφερε για ένα τέτοιο τόξο, και του το αρπάζει απ τα χέρια. Ύστερα τεντώνει το τόξο σημαδεύοντας τα ακούνητα πια κεφάλια των αργόσχολων…
