Νίκος Σαράβας…Σκοτάδια
Μαύρες αφηγήσεις… ανθολογημένων από τον Θωμά Γκόρπα «μαύρων αφηγητών».
❀❀❀
Καθισµένη σε µια γωνιά του δωµατίου, βρίσκοταν σε στάση αναμονής…
Κι’ έτσι η µέρα χλώµιασε …
Μια κόκκινη αχτίδα έβαψε ψηλά το νταβάνι του δωµατίου.
Έσβυνε έξω η λιακαδερή µέρα.
Κάποιοι ήχοι άτονοι, από ορχήστρα, φτάνανε ψηλά και χυνόντουσαν στο
δωµάτιο µε µικρές διαλείψεις…
Ένα τρακ, έκανε µέσα της και ξάφνου ένιωσε µια ανείπωτη γλύκα, µια θεία
στιγµή από κείνες που εισβάλλουν στην ψυχή µας έτσι απρόοπτα και µας
αφήνουν σε µια γενική χαύνωση…
Και στο νου της κάποιες εικόνες ξέθωρες απ’ τον καιρό, ήρθαν και
στηλώθηκαν… Λεύθερα κυνηγητά σε µια απέραντη, ολόλευκη πλατεία και
γύρω απ’ το κεφάλι της ένα µαύρο σύγνεφο από µαλλιά χοροπηδούσε…
Κι’ η µουσική έπαιζε εύθυµα.
‘Έσκυψε κάτου στανοιχτό παράθυρο και κύταξε σα να ξεχνιάση το
µυστήριο που γλίστρησε στην ψυχή της.
Με αργές κινήσεις ανάδευε κάτου στην πλατεία ο κόσµος, µουδιασµένος
µες στο λυκόφως.
Μια βαβούρα ανέβαινε µέχρι σ’ αυτήνε, σαν απ’ άλλο κόσµο, φόντος των
ήχων της μουσικής.
Ένα µέρος της πλατείας, ακριανό, άδιασε για µια στιγµή απ’ τον κόσμο και
φάνηκε το λευκό χώµα.
Παράδοξα, βάσταξε για µια στιγµή έτσι αδιανό µες σ’ όλη την
κοσμοπληµµύρα.
Κάποτε, ένα παιδάκι έτρεξε µε χαρά στο κενό χοροπηδώντας. Κι’ ύστερα
µια γυναίκα µε τη λευκή ποδιά της βγήκε απ’ την ίδια µεριά σπρώχνοντας
ένα καροτσάκι, και πήρε το κατόπι του µικρού µε µεγάλα βήματα.
Στο µέσο του κενού, ακριβώς, την έφτασε ένας ναύτης και την διπλάρωσε
µε θάρρος. ‘Ίσως κάτι να της γλυκόλεγε. Αυτή γύρισε σ’ άλλη διεύθυνση
το καροτσάκι και τον πισωπλάτησε, προχωρώντας μ’ ένα αργό, λικνιστό
βάδισμα…
Και ξάφνου, το κενό χάθηκε μες στον κόσμο.
Μα είδε καλά πως ο μάγκας ο ναύτης, βούτηξε το χέρι του μικρού που
έτρεχε όλο γύρω απ’ το καροτσάκι κι’ αυτήνε, και την ακολούθησε
σέρνοντάς τον…
‘Έσκυψε περισσότερο στο παράθυρο να δη, μα στο κύμα του κόσμου δεν
ξεχώρισε τίποτα.
Τίποτα! … Τότε ένιωσε νανεβοκατεβαίνει το στήθος της απ’ αγωνία, και
μέσα της νανοίγη ένα μεγάλο κενό.
Με τι αγωνία είχε παρακολουθήσει τη μικρή αυτή σκηνή!
‘Έκλεισε τα μάτια της μπρος στον κόσμο που κουνιότανε, κάτου, ζητώντας
τη χαρά.
Και τότε πέρασε από μπρος της ο ναύτης κι’ εκείνη.
Σε μια απόμερη γωνιά, κήπος ήτανε, ο ναύτης σκυμμένoς σε κείνη της
ψιθύριζε γλυκόλογα. Το χέρι του με τεχνικές κινήσεις της χάιδευε το
στήθος … κι’ ύστερα γίστρησε κάτου, κάτου απ’ την κοιλιά της το χέρι του.
Και πάνω απ’ τα κεφάλια τους ένα θεόψηλο σπήτι χάνονταν στον ουρανό,
που τα παράθυρά του έχυναν ένα γλυκή αντίφεγγο, απ’ τη
φωτοπλημμύρα του, έξω στα σκοτάδια της νύχτας.
Ο ναύτης με τεχνικές κινήσεις χάιδευε το στήθος, κι’ ύστερα γλίστρησε το
χέρι του κάτου, κάτου απ’ την κοιλιά της…
Και πάλι με θέληση έδιωξε αυτή την εικόνα από μπροστά της.
Η αλήθεια, ποια είναι η αλήθεια, ανατρίχιασε στην ψυχή της η ερώτηση,
ύστερ’ από τόσα χρόνια που παρίστανε τον εαυτό της για χειραφετημένη
γυναίκα …
Ήταν ελεύθερη γυναίκα…
Έγραφε άρθρα στην εφημερίδα τους όλο φωτιά και μαίνος, με το θάρρος
του ασυνείδητου, και τους άνδρες τους αποκαλούσε εγωιστές,
βάρβαρους, χτήνοι. Και τότε έγινε μεγάλη, διάσημoς ανάμεσό τους.
Τώρα τελευταία τοίμαζε κι’ ένα δράμα, συμβολικό, μάλιστα… Παρίστανε
τους άνδρες δεσμοφύλακες μιας απέραντης φυλακής πούπιανε όλο τον
κόσμο… και μέσα ήτανε η γυναίκα κλεισμένη… Και ξάφνου, κάποτε που
ξέσπασαν σε μια μυριόστομο κραυγή πόνου έπεσαν τα τείχη μόνα τους,
δίχως βία κι’ είδαν ένα ήλιο πανώριο να βγαίνη κάτoυ στην πεδιάδα. Που
τις καλούσε στη δουλειά και στη ζωή.
Ήτανε ώμορφη κι’ επιπρόσθετα είχε τα ρόδα της ηλικίας της.
Κι’ όλες την αγαπούσανε, την αγκαλιάζανε με πάθος και της ζητούσανε τη
φιλία της, μια «ιδιαίτερη φιλία», σιγοκλαίγοντας, σε στερικούς
ενθουσιασμούς, αναστενάγματα…
Η αλήθεια, ποια είναι η αλήθεια ανατρίχιασε στην ψυχή της η ερώτηση,
ύστερ’ από τόσα χρόνια που παρίστανε τον εαυτό της για χειραφετημένη
γυναίκα., κι’ έχωσε το βλέμμα της έξω, που
η νύχτα είχε πέσει πια οριστικά, στο σκοτάδι.
Ο ναύτης με τεχνικές κινήσεις … κι’ ύστερα γλίστρησε το χέρι του πάρα
κάτου, κάτου απ’ την κοιλιά… Κι’ ένα παιδάκι παχουλό, με τα ρόδινα
χεράκια του, που πέταγε στον αέρα, τους γλυκοτριγύριζε εναέρια σαν
αμφίβολη σκέψη…
Ποια είναι η αλήθεια;…
Κάτι της φάνηκε πως έξω, στα σκοτάδια. Ακούει…
Σούφρωσε τα χείλια της και πέταξε ψηλά τα φρύδια, στο ζαρωμένο
μέτωπό της.
Κάτι γενώτανε έξω, στα σκοτάδια…
Φωνές και μουγκριτά… Σώματα πού παλεύανε έτσι, νευρικά, κάτι
αναζητώντας…
Μια «ιδιαίτερη φιλία» ξεχώρισε μια στερική φωνή να της στριγγλίζη σταυτί,
και της φάνηκε πως στο σώμα της γλιστράγανε κάποια αγκαλιάσματα
πούχε αιστανθή άλλoτε… Και πετάχθηκε σα να την περιζώσανε φίδια.
Ναι! έβλεπε τώρα καθαρά σώματα, σώματα ολόγδυμνα. να κυλιούνται
αργοπαλεύοντας, σε μια προσπάθεια για να φτάσουνε κάπου,
αγκαλιασμένα με μια στερικιά ορμή, χαμένα στα βουρκώδικα σκοτάδια.
Μια απ’ αυτές που ρχότανε και για αρχηγός – παχιά, κυρία του κόσμου,
μορφωμένη πολύ, ξέφυγε απ’ τον άλλο συρφετό, για μια στιγμή.
Μια ανείπωτη χαρά έφεξε στην ψυχή της, μα για μια στιγμή.
Γλίστρησε μέχρι το παράθυρό της, μέχρι σ’ αυτήνε… και πιο κοντά… και
πιο κοντά… Κι’ όσο πλησίαζε μια αηδία της έφερνε στην ψυχή της. Μα
γιατί; …
– Μια «ιδιαίτερη φιλία!… » – ξέσκισε ταυτιά της η στερική φωνή της… και τα
μάτια της σπινθηρίζανε. Να γιατί!
Άπλωσε τα χέρια της σα για να την αγκαλιάση κι’ αυτή τότε πήδησε στο
βάθος του δωµατίου σαν τρελή απ’ την αηδία.
Ξάφνου µια λουρίδα από το φως του δρόµου χύθηκε στο δωµάτιο απ’ την
πόρτα που άνοιξε…
– Καλησπέρα χρυσό µου… – γκριντσήνισε στον αγέρα του δωµατίου η
φωνή, απ’ την πόρτα που άνοιξε.
– Σείς!… Ψιθύρισε το κορίτσι, βλέποντας χαμένα τη χοντρή κυρία που
ρχότανε και για αρχηγός τους…
… «Μια ιδιαίτερη φιλία…» μαχαίρωνε το µυαλό της…
– Βλέπω, στα σκοτεινά… σαν κυνική φιλόσοφος…
Ξανάκλεισε πίσω τους η πόρτα και το δωμάτιο φάνταξε πιο μαύρο.
… …
Κάποτε βρεθήκανε δυο γυµνά σώµατα στο γωνιακό κρεββάτι του
δωµατίου, σ’ ένα σπασµό ηδονής…
Θαρρώ, πως στο µεταξύ, απ’ την ώρα που µπήκε µέσα η κυρία, η πολύ
διαβασμένη είπανε κι’ αυτά:
– «Πώς πάει το δραµατάκι;…»
– «Ποια είναι η αλήθεια;…»
– «Α κι’ εσύ!… Τι αλήθεια!… Αλήθεια είναι ό,τι σ’ ευχαριστεί αυτή τη
στιγµή… » – και την αγκάλιασε.
Το κορίτσι έρριξε έξω την προσοχή της…
Στο σκοτάδι της νύχτας έλαμπαν γλυκά τα φώτα της πόλης κι’ ένα
χαρούµενο βούισµα ανέβαινε µέχρι σ’ αυτήνε, απ’ τους ανθρώπους που
ζητάγανε στο βράδυ της σχόλης, τη χαρά…
Ποια είναι η αλήθεια; . . .
Χαμογέλασε, σαν ειρωνικά για τις προηγούμενες σκέψεις της, σαν από
ηδονή, κι’ αγκάλιασε…
Νίκος Σαράβας (1904 – 1930)
Γεννήθηκε στην Καλαµάτα και πέθανε από καλπάζουσα φυµατίωση στην
Αθήνα. Είχε το πάθος του αλκοόλ και των ναρκωτικών, συναναστράφηκε
έντονα λαϊκούς μουσικούς στον Πειραιά, τον Πορφύρα και τον Βουτυρά,
αλληλογράφησε µε τον Καβάφη, έζησε κοντά στους καλογέρους στη Μονή
Πεντέλης, για να πληρώσει το χαρτί και τον τυπογράφο για ένα απ’ τα
βιβλία του είχε πουλήσει το παλτό του. Κεντρικό πρόσωπο του
«Μπάγκειον» και της πρωτοποριακής παρέας που σύχναζε στο εκδοτικό
τυπογραφείο του Μαυρίδη, 1929-30, είχε στενό φίλο και τον Τερζάκη που
άντεξε να µην τον αναφέρει ούτε µια φορά στις χιλιάδες πιλαφοειδείς
συνδονιάδες του… Η γλώσσα κ’ η ορθογραφία του έχει παραξενιές και σαν
άνθρωπος ήταν φιλόδοξος και σαµατατζής, είχε αρτίστικη εµφάνιση και
τρελές ιδέες…
Ένας καταραμένος, θλιµµένος γόης…
Αφηγήματα: «Κόχυλαρ», 1925, «Κ’ εζήτησε την αγάπη της», 1925,
(διηγήµατα). «Το δάσος του θανάτου», 1929, µυθιστόρηµα. «Μια πληγή
χωρίς αίµα», 1930, νουβέλα.
https://periodikotrypa.wordpress.com
