Φρέσκα

με τις πιπίλες και τα…λούτρινα

της Έλενας Γεωργαλά

 

Στάθηκε το Είδωλο για τον καθένα από εμάς και μια διαφορετική ιστορία. Ποιος θα την έλεγε τέτοια πολυμορφία στο εξωτερικό του, τέτοια πολυχρωμία στα βερνίκια του, κι όμως, η βάση του και η πηγή του ενιαία για όλους μας. Διψασμένοι καθώς ήμασταν όλοι για πίστη, και με μια λαχτάρα να έχουμε κάτι ολότελα δικό μας, ζήσαμε οι πλείστοι των ανθρώπων την αυταπάτη του.

Στο χρονικό της δικής του ψυχής, καθείς ξέρει πότε και που εμφανίστηκε.

Άκουσα κάποιους να λεν πως μέσα στην κούνια το ‘βαλε η μάνα τους, μαζί με τις πιπίλες και τα λούτρινα. «Το παιδάκι μου το ρούσο θα το πλύνω θα το λούσω, θα το στείλω στη δασκάλα ναν καλύτερο από τ’ άλλα».

Χρόνους μετά, το βάφτισαν κιόλας μερικοί, και του ‘δωσαν λογής – λογής τα ονόματα. Έρωτα το ‘παν το Είδωλο θαρρώ. Άλλοι, Πλούτο και Δόξα. Και ήταν τούτα τα ονόματα τόσο γερά και δυνατά, που κάποιοι τα κάναν αντιστύλια για την υπαρξιακή τους δικαίωση, και άλλοι γκολφισταυρό στο στήθος τους να τους φυλάει.

Ξέρω και άλλους πολλούς, που σε τοίχο το κρέμασαν το Είδωλο μετά το πέρας πολύχρονων σπουδών. Σε κορνίζα βρίσκεται πίσω από τα γραφεία τους. Τούτοι, μου εξομολογήθηκαν πως σε κάτι σκοτεινές στιγμές τους, στήνουν κουβέντα μαζί του. «Εσύ είσαι το κάδρο ή εγώ;» του λένε. «Ποιος κρέμεται από το σπάγκο του και ποιος κοιτάζει;»

 

Άλλοι πάλι, το ‘βαλαν στο εικονοστάσι, νυφιάτικο στεφάνι, σαν μνήμη τροπαίου χρόνων αλλοτινών και ξέγνοιαστων, και το θυμιατίζουν νυχθημερόν.

Και ήταν όμορφο το Είδωλό μας! Οι πολύχρωμες βαφές του, ο πολύς ο στόμφος του, η ακοίμητη φλόγα του, κρατούσε του πλου μας την πορεία. Φούσκωνε ακαταπαύστως τα πανιά μας, μας φτέρωνε με ανεξήγητες αισιοδοξίες, και ανθοφορήσαμε μαζί του, και ανοίξαμε τα περιβόλια μας, γκρεμίσαμε τις μάντρες μας και ρίξαμε τους φράχτες μας όλους, έναν προς έναν. Ήταν σαν να δουλεύαμε στο κράτος πολύ βαρέως ονείρου. Καμιά λογική δεν το χωρούσε. Που ήτανε κρυμμένη τέτοια δύναμη τόσο καιρό; Δύναμη βαθιά, που καταργούσε τους κόσμους τους ράθυμους και πλαδαρούς, που ‘χαμε ως τώρα ζήσει. «Να!» λέγαμε, «έτσι να κάνουμε τα χέρια και πιάνουμε μέχρι και το φεγγάρι!».

Γιατί, δεν ήτανε ο τσιγκούνης ο νους μας που το ‘τρεφε το Είδωλό μας, αλλά η σπάταλη η καρδιά μας.

Ώσπου κάποια στιγμή φάνηκαν τα σημάδια. Του κορεσμού τα σημάδια. Του κορεσμού, της εσωτερικής παράλυσης και της οργανικής εξάντλησης, ύστερα από την θριαμβική μας πορεία. Σαν να μην μας έτρεφε πια η ζέστα του Ειδώλου μας. Σαν γύρω μας, όλα να γίναν ξένα. Οι πιο ειλικρινείς από μας αναγνώρισαν την πλάνη. Τόσο καιρό κομπάζαμε, σφετεριζόμαστε, και δαπανούσαμε επί πιστώσει. Κατά βάθος, ξέραμε πως η αλήθεια έκλεινε πίσω μας το μάτι. Μην νομίζεις πως δεν ξέραμε. Και πως έχει και δίκιο. Μην νομίζεις πως δεν ξέραμε.

Προκειμένου να διώξουμε το σύννεφο αυτό από το γαλάζιο ουρανό μας, τρέξαμε στα υπόγεια και βγάλαμε τις τρόμπες μας. Μέρες πολλές βαλθήκαμε μανιωδώς να το φουσκώνουμε το ασθμαίνων Είδωλο, και επιμέναμε ασταμάτητα, και ιδροκοπούσαμε αγκομαχώντας, μπας και σώσουμε κάτι από την παλιά του επάρκεια. Κουρασμένοι, με ξαναμμένα πρόσωπα, ξάγρυπνοι, ανεβοκατεβάζαμε εις μάτην το έμβολο της τρόμπας δέκα φορές την μέρα και εκατό την νύχτα, με προσήλωση, και πίστη ακόμα για την αξία του.

Κατά το λυκαυγές αντικρίσαμε το Είδωλό μας ξόανο σωστό.

 

Ήταν τότε που λογιάσαμε τους εαυτούς μας καταδικασμένους.