Στο Μπραχάμι μιας άλλης εποχής…σώσματα και γιοματάρια
του Δημήτρη Οικονόμου (Φευγάτου)
Η ρετσίνα, το ρέμα, τα σαλιγκάρια, ο Μάρκος και ο… Μαρξ!
Το έγραψε ο Βαγγέλης για τις ταβέρνες , ότι «ελάχιστοι βάζουν πια κρασί».
Καθισμένος στη βεράντα με το ούζο και τη λακέρδα για μεζέ, ταξίδεψε στο Μπραχάμι μιας άλλης
εποχής.
Τότε που σε κάθε δρόμο, σε κάθε στενάκι έβρισκες κρασί από το βαρέλι. Τότε που περίμεναν όλοι τον Οκτώβρη, του Αϊ- Δημήτρη, όχι για τα πανηγύρια, αλλά για ν’
ανοίξουν τα γιοματάρια της νέας χρονιάς.
Άρχιζε η τσάρκα τότε, από ταβέρνα σε ταβέρνα, και από μαγέρικο σε μαγέρικο (ακόμη και στην ΕΒΓΑ της γειτονιάς) μέχρι να βρεθεί το
καλύτερο κρασί και να «παρκάρουν» εκεί μέχρι να τελειώσει το βαρέλι (που πολλές φορές, έτσι και έβγαινε «βρώμα» δεν κρατούσε ούτε βδομάδα).
Δευτέρα γιοματάρι, Κυριακή σώσμα. Ήταν και οι πελάτες με τα μπουκάλια… «Βάλε 1 κιλό στο μπουκάλι, Μπάρμπα Νίκο» Θυμήθηκε μια χρονιά (χούντα) με βροχή (πάντα έβρεχε
του Αγίου Δημητρίου), που θέλανε να πάνε να δοκιμάζουν γιοματάρια αλλά τα λεφτά ήταν ελάχιστα.
Αποφάσισαν να πάρουν κάτω, το δρόμο για το ρέμα, που χώριζε τότε το
Μπραχάμι, από την Άνω Νέα Σμύρνη.
Μπροστά από την παλιά αστυνομία πήραν την Γεωργίου Ψυχογιού. Πρώτα ήταν η ΕΒΓΑ, αριστερά, μετά την Θεόδωρου Σταματίου.
Ήπιαν το μισόκιλο στα όρθια να δοκιμάσουν. Καλό αλλά τίποτα σπουδαία πράγματα.
Περάσανε το σπίτι του Φαναρά και στη γωνία ανέβηκαν στο μαγέρικο.
Άλλο μισόκιλο στο πόδι.
Καλό αλλά τίποτα το εξαιρετικό.
Λίγες δεκάδες μέτρα πιο κάτω, σχεδόν πάνω στο ρέμα, η ταβέρνα του Μπάρμπα Νίκου. Άνοιξαν την πόρτα. Το παλιό Τζουκ Μποξ έπαιζε Τσιτσάνη. Τα δυο από τα 4 τραπέζια
γεμάτα.
Στο ένα οικοδόμοι, στο άλλο συνταξιούχοι. «Έχω σαλιγκάρια και σπλήνες μαγειρευτές» ήταν οι πρώτες κουβέντες του Μπάρμπα–Νίκου, την ώρα που άφηνε στο τραπέζι
τους το κιλό, με τα ποτήρια.
«Φέρε». Δεν είχε πολλά λόγια, ούτε χρειαζότανε να του πούνε ότι άλλη μέρα θα πληρώσουν. Μόλις έβαλαν στο στόμα τους τη ρετσίνα, κοίταξαν ο ένας
τον άλλον και σήκωσαν ψηλά τα ποτήρια να δούνε το χρώμα στο φως. «Διαμάντι!» αναφώνησαν και οι 4 ταυτόχρονα.
Αυτό δεν ήταν κρασί, ήταν το κάτι άλλο. Ήλθε και το φαΐ.
«Πριν 5 ώρες το άνοιξα» δήλωσε ο Μπάρμπα-Νίκος.
Άρχισαν το φαγοπότι.
Ο Μπάρμπα Ιγνάτιος (Λιγνάτης κατά το Μπάρμπα Νίκο), ετών 87, (είχε έλθει το ’22, από τη θάλασσα, τη Μικρά Ασία) που πάντα τους έλεγε όταν χόρευαν ζεϊμπέκικο και σκύβανε νομίζοντας ότι είναι «μαγκιά».
«Ψηλά το κεφάλι, παλικάρια μου», είχε αφήσει τη μαγκούρα στην καρέκλα και χόρευε το ζεϊμπέκικο του Μάρκου. «Τι με ωφελούν οι άνοιξες και οι
ομορφιές του κόσμου…».
Ήταν σαν μια αιώνια λεύκα που τη χτυπά ο άνεμος, γέρνει πότε από δω, πότε από κει, και ριζωμένη καλά στο χώμα μετέτρεπε το σφύριγμα του αγέρα σε τραγούδι.
Στο δίπλα τραπέζι οι οικοδόμοι είχαν ανοίξει κουβέντα για τον… Μαρξ και τον καπιταλισμό, στην καρδιά της Δικτατορίας.
Η βροχή δυνάμωνε, το δεύτερο κιλό ήταν κιόλας στο
τραπέζι.
Δεν λέγανε τίποτα. Δεν χρειαζότανε. Βλέπανε, ακούγανε, μαθαίνανε.
Το φαΐ, το κρασί, το τραγούδι, η ζεστασιά των ανθρώπων, τα βάσανα τους, η αποκοτιά τους, το πείσμα
τους.
Κουλτούρα αιώνων σε λίγα τετραγωνικά, ένα βραδάκι και χωρίς κόστος σπουδών.

Γύρω στο 1985 ή 1986 ,όντας πιτσιρίκος ,έπιασα δουλειά σε ένα camping στην Χαλκιδική στο Πόρτο Κουφό στην Σιθωνία σαν βοηθός σερβιτόρου.Ήταν καλοκαίρι φυσικά και πήγα με τον πατέρα μου να μείνουμε εκεί τη σεζόν.
Εκεί δούλευε ένας ευφάνταστος τύπος,ένας σερβιτόρος που έλεγε συνέχεια αστεία και έκανε κόλπα ταχυδακτυλουργικά.Στα παιδικά μου μάτια εμοιαζε υπέροχος και με έκανε να γελάω και να περνάω καλά.Μια που ήμουν βοηθός του μπορούσα να τον παρατηρώ καλύτερα και θυμάμαι την απίστευτη σβελτάδα του και τις κοφτές και γρήγορες κινήσεις του την ώρα της δουλειάς.Και μιλάμε για πάρα πολλή δουλειά.Ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε τόσο καλά την δουλειά που σχεδόν χόρευε ενώ κουβαλούσε άπειρα πιάτα πάνω του.Μιλάω κυριολεκτικά.
Κουβαλούσε πάνω από 10 πιάτα στο ένα του χέρι και έβα ζε άλλα 3-4 σε αυτό που θεωρούσε ελεύθερο.Ένας δουλευτής,σκληροτράχηλος και παράλληλα χορευτής.Δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο στην ζωή μου.Δεν θυμάμαι το πραγματικό όνομά του αλλά τον φωνάζαμε με το παρατσούκλι του.
Τον έλεγαν Τσιμπητό και ήταν από το Μπραχάμι…
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο