Θεσσαλονίκη…Φραγκομαχαλάς, στοά Μαλακοπή.
Υφάσματα, είδη ραπτικής – πλεξίματος και ένα καταραμένο μπλε μοντγκόμερι.
της Βιτάλια Ζίμμερ
Θεσσαλονίκη, δεκαετία 80. Η μόδα είναι μόδα. Έχουν καταργηθεί οι ποδιές στα σχολεία και οι μαθήτριες ακολουθούν τη μόδα. Θυμάμαι ένα χειμώνα που ήταν στη μόδα τα πουλόβερ με την κυψελώδη πλέξη και το ελαφρύ χνούδι. Ήταν πολύ όμορφα πουλόβερ. Τα φορούσαν όλα τα παιδιά. Από το Δημοτικό έως το Λύκειο. Κάθε μέρα έβλεπες και κάποιον άλλον να το έχει αγοράσει. Εκτός από μένα και κάποια άλλα λίγα παιδιά. Το ζήτησα από τη μαμά μου. Αδύνατον… ήταν ακριβό.
Η μαμά ήταν μία πεισματάρα Γερμανίδα παιδίατρος, που αρνούνταν συστηματικά να πληρώνεται. Η λύση βρέθηκε. Στοά Μαλακοπή, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης στη Συγγρού, ανάμεσα στην Τσιμισκή και την Εγνατία. Πήγαμε μαζί περπατώντας. Μπήκαμε στο κατάστημα. Η χαρακτηριστική μυρωδιά του υφάσματος ήταν διάχυτη στο χώρο. Έκανε τις χρυσοχέρες γυναίκες να θέλουν να ψωνίσουν σαν υπνωτισμένες. Πλήθος γυναικών ρωτούσαν, ξανά ρωτούσαν και κοίταζαν με προσοχή το εμπόρευμα. Δεν τις πιάνεις κορόιδο. Ο υπάλληλος δειγμάτιζε τα υφάσματα με μαεστρία. Τράβαγε το βαρύ τόπι από το ράφι, το πέταγε με θόρυβο πάνω στον φθαρμένο από τη χρήση τεράστιο ξύλινο πάγκο και ξεδίπλωνε το ύφασμα με γρήγορες κινήσεις. Έπαιρνε αυτόν τον μακρύ ξύλινο χάρακα και μέτραγε. Με μία γρήγορη κίνηση, σημάδευε το σημείο κοπής με το πλακέ σαπουνάκι. Το τεράστιο σιδερένιο ψαλίδι ολοκλήρωνε το τελετουργικό της πώλησης. Είναι η στιγμή που ο αγοραστής δεν μπορεί να αλλάξει γνώμη. 2 φερμουάρ, 3 μέτρα ύφασμα, 10 κουμπιά, 6 κουβαρίστρες και φόδρα. Ύστερα η σούμα στο χαρτάκι και το παζάρι. Πληρωμή και σπίτι γρήγορα με το Burda Moden στο χέρι για να πάρει φωτιά η Singer.
Ήρθε και η σειρά μας. Δύο βελόνες πλεξίματος και πέντε κούκλες μαλλί. Τι χρώμα; Μπλε. Να το δω όμως. Θέλω συγκεκριμένο μπλε. Να σε δώσω, αλλά πέντε κούκλες θα σε φτάσουν; Θα με κρατήσεις άλλες πέντε. Όταν πληρωθώ θα έρθω τις πάρω. Εντάξει κυρία… Αντριάνα με λένε. Αντριάνα. Σημείωσε το όνομα σε ένα χαρτάκι, πήρε τις πέντε κούκλες και τις έβαλε σε μία τσάντα που τη φύλαξε κάτω από τον πάγκο.
Τότε κατάλαβα ότι η μαμά θα το πλέξει. Είχα θυμώσει. Ήθελα το ίδιο. Ήθελα να δείξω στους συμμαθητές μου ότι μπορούμε να το αγοράσουμε. Το χειροποίητο είναι φτηνό. Τόσο ήξερα… Είχα βαρεθεί, γιατί φορούσα κάθε μέρα το χαρισμένο μπλε μοντγκόμερι, με τα χαρακτηριστικά κουμπιά και από μέσα ένα πουκάμισο λευκό και μία καζάκα. Κάθε μέρα… Κάθε μέρα…
Πήγα με κατήφεια στο σχολείο φορώντας το καινούριο μου πουλόβερ. Κάποια κορίτσια το είδαν. Πολύ ωραίο! Ωραίο χρώμα και ωραίο χνούδι. Είναι τέλειο! Πόσο το πήρες; Και έρχεται το ψέμα. “Δεν ξέρω. Η μαμά μου το αγόρασε.” Ένιωθα ντροπή. Μεγάλη ντροπή. Το δικό μου ήταν φτηνό και των άλλων ακριβό.
Μετά από χρόνια κατάλαβα ότι το ρούχο μου δεν ήτανε φθηνό. Ήταν πιο ακριβό από όλα τ’ άλλα. Τα υλικά του ήταν ανώτερης ποιότητας. Μα το πιο καλό υλικό, δεν ήταν υλικό. Ήταν ο κόπος και η αγάπη της μαμάς, που έμαθε να πλέκει για μένα. Τι λάθος τρομερό… Πρόσβαλλα τον κόπο ενός ανθρώπου. Έκτοτε το σύμπλεγμα του φτηνού με καταδιώκει ακόμα. Τα ρούχα της εργασίας μου είναι χειροποίητα σε ράφτη. Σακάκι, φούστα σε όλες τις αποχρώσεις του μπλε, όπως το αγαπημένο τώρα πια μοντγκόμερι. Το πουκάμισο είναι πάντα λευκό και με μπλε κλωστή σχηματισμένα τα αρχικά μου στα ελληνικά. ΖΒ. Φοράω τα ίδια χρώματα, όπως όταν ήμουν μικρό κορίτσι.
Φέτος ξαναπήγα στην Θεσσαλονίκη στη Στοά Μαλακοπή. Είναι ένα από τα πλέον γνώριμα κτήρια της Θεσσαλονίκης με ρολόι στο τελείωμά του. Η ώρα δείχνει 11:05 μόνιμα. Ήταν η ώρα του μεγάλου σεισμού το 1978. Η στοά έχει χάσει την αίγλη της. Κάποτε ήταν το κέντρο του Φραγκομαχαλά της Οθωμανικής Θεσσαλονίκης. Αργότερα στέγασε την Τράπεζα Θεσσαλονίκης (μετέπειτα Τράπεζα Χίου) που ιδρύθηκε το 1888 από την οικογένεια Αλλατίνη. Το κτήριο είναι κατασκευή του 1906 από τον Ιταλό συνονόματο αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι και δεν καταστράφηκε από την πυρκαγιά του 1917. Το 1940 θα γίνει επίταξη του κτηρίου από τους Ναζί, ενώ το 1954 θα αλλάξει χέρια για να μετατραπεί σε εμπορική στοά. Η περιοχή γύρω του ήταν ίσως το πιο πολυσύχναστο εμπορικό κέντρο. Νομίζω κατάλαβα… Το σύμπαν τα έφερε έτσι, για να αποκτήσω ένα τέλειο χειροποίητο πουλόβερ. Στέκομαι απ’ έξω ακίνητη και κοιτάζω. Το μυαλό μου συνθέτει μία εικόνα ανάμεσα στο παρόν και παρελθόν. Νοιώθω θλίψη για την παρακμή. Τελικά, η φτώχεια του παρελθόντος δεν ήταν παρακμή. Τότε οι γυναίκες δεν εργάζονταν με μισθό σε κάποια εταιρεία, αλλά το μυαλό τους ήταν σε εγρήγορση. Ήταν ικανές και μάθαιναν εργόχειρο για να εξασφαλίσουν πιο οικονομική ένδυση για την οικογένειά τους. Έφτιαχναν ταγιέρ, παλτά πουκάμισα και ήταν σικ. Άλλο ένα γερό μάθημα στη ζωή.
Βρήκα εκεί δίπλα ένα κατάστημα με είδη ραπτικής και υφάσματα. Μπήκα μέσα στο άδειο από κόσμο κατάστημα, να θυμηθώ τη μυρωδιά του ανέγγιχτου υφάσματος και να ξαναζήσω τη στιγμή. Απουσίαζε όμως ο συνωστισμός και το σπινθηροβόλο βλέμμα του πωλητή. Όλα ήταν νωχελικά. Αγόρασα υφάσματα, την κίτρινη μεζούρα, κλωστές, ψαλίδι, σαπούνι, βελόνες, καρφίτσες στο μπλε ημιδιάφανο κουτί και μία δαχτυλήθρα. Στο τέλος το ανατολίτικο παζάρι. Θέλω σκόντο. Η πωλήτρια με κοιτάζει αμήχανη. Η εικόνα μου είναι ασύμβατη. Σίγουρα με πέρασε για πλούσια τσιγκούνα.
Ο κύκλος έκλεισε˙ έφτιαξα ένα πανέμορφο τραπεζομάντηλο…

