Φρέσκα

Ιωάννης Κουτεντάκης…ΓΟΡΓΩ

Χειμώνας.

……

Πρόσεξε για πρώτη φορά από απέναντι, το κτήριο που πνιγόταν ανάμεσα στα δυό πολυόροφα καταστήματα. Τόσο καιρό, από την στάση, ήταν  αόρατο,  λες και κρυβόταν μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή να φανερωθεί. Η ματιά της κόλλησε στην επιβλητική πόρτα. Κάτι υπήρχε στο υπέρθυρο, αλλά το λεωφορείο  έφτασε στην ώρα του και την κατάπιε.

……

Ο ήλιος ήταν  χαμηλά στον οριζόντα πίσω από τους τοίχους και οι σκιές δεν είχαν κάνει ακόμα την εμφάνισή τους, όταν στάθηκε μπροστά της. Φαινόταν παλιά αλλά καλοδιατηρημένη,  χωρίς ίχνος σκουριάς, άβαφη στο χρώμα του μολυβιού. Κουδούνι δεν υπήρχε πουθενά, μοναχά ένα μαύρο ρόπτρο, βαρύ, για να  αποθαρρύνει τους επισκέπτες. Ενα κεφάλι Μέδουσας από ψηλά την κοίταζε έντονα και για μια στιγμή μαρμάρωσε, «αυτή είναι η δουλειά της», σκέφτηκε, αλλά μια μαχαιριά από τον χρόνο που περνούσε την βρήκε στο στήθος και την επανέφερε στην πραγματικότητα. Απέστρεψε το πρόσωπο γυρνώντας προς τον δρόμο.

…….

Χιόνιζε και το πλακόστρωτο γλιστρούσε υπερβολικά. Πέρασε βιαστικά. «Κάποια άλλη φορά».

…….

Ανοιξη.

…….

Πολύ ευγενικά της  είχε πει ότι δεν ήταν μεγάλη η παράκαμψη, πως μπορούσε να την πηγαίνει κάθε πρωί στη δουλειά.

…….

Γελούσε πολύ μαζί του. Κι εκείνος, λες και το έκανε επίτηδες, επέμενε, με ένα χιούμορ που όμοιό του δεν είχε ξανασυναντήσει.

…….

«Για δείπνο», της τόνισε, «και μετά βόλτα στο πάρκο, ξέρω ότι δεν είσαι για ξενύχτι». Περίμενε πως δεν θα σταματούσε εκεί. Δεν ήθελε να σταματήσει εκεί.

…….

Δυο μέρες είχε να γυρίσει στο σπίτι της. Μάζεψε μερικά ρούχα, κάποια απαραίτητα αξεσουάρ και έφυγε τρέχοντας. Δεν μπορούσε να μείνει μόνη ούτε λεπτό.

…….

Της άρεσε που ήταν μαζί. Κάθε στιγμή. Στο σπίτι, στη δουλειά. Έτσι ήταν η ευτυχία;

…….

Σκέφτηκε πως ήταν κρίμα να πληρώνει ενοίκιο και ένα σωρό λογαριασμούς. «Ισως το αφήσω…»

……..

Καλοκαίρι.

…….

Δεν μπορούσε να καταλάβει τη μελαγχολία της. Συνέχιζε να είναι αστείος και καλοδιάθετος λες και δεν συνέβαινε τίποτα. Ντρεπόταν να το παραδεχτεί στον εαυτό της αλλά της φαινόταν ενοχλητικός κάπου-κάπου.

…….

Το ψυγείο μύριζε και τα πάντα ήταν σκεπασμένα από ένα μείγμα σκόνης και καυσαερίου. Το χρειαζόταν ακόμα, που και που ήθελε μερικές ώρες να χαλαρώσει στον δικό της χώρο. Βάλθηκε να τακτοποιεί όσο μπορούσε.

…….

Της άρεσε  που του έτυχε αυτό το ταξίδι. Θα έλειπε με τη δουλειά δύο μέρες. Πόσο καιρό είχε να κοιμηθεί στο σπίτι της;

…….

Γιατι δεν μπορούσε να την καταλάβει;  Τόσο κακό ήταν που ήθελε να μένει μόνη της μερικά βράδια;

…….

Σήμερα δεν ήρθε να την πάρει με το αυτοκίνητο. Αποφάσισε να περπατήσει μέχρι το γραφείο.

…….

Φθινόπωρο.

……

Κρατούσε τη βαλίτσα της όταν στάθηκε μπροστά στην πόρτα. Κοίταξε πάνω από το κεφάλι της. Η Μέδουσα ακίνητη, εξακολουθούσε να την κοιτάει έντονα. Το ρόπτρο χτύπησε ελαφρά πίσω της καθώς έκλεινε. Θυμήθηκε τους στίχους ενός παλιού τραγουδιού. «Μπορείς να βγείς όποτε θέλεις, αλλά δεν μπορείς ποτέ να φύγεις…»