Φρέσκα

Βολφράμιο

της Βιτάλια Ζίμμερ

Είναι χειμώνας, λίγο πριν τα Χριστούγεννα και η μέρα έχει μικρύνει. Το κρύο του Βαρδάρη είναι διάχυτο στην πόλη. Βγαίνεις έξω να παίξεις με τα παιδιά της γειτονιάς και δεν βρίσκεις κανένα. Κρύο και νύχτα επικρατεί στην πόλη. Η μυρωδιά του καμένου πετρελαίου από τις κεντρικές θερμάνσεις των κτιρίων είναι χαρακτηριστική. Το σχολείο έχει πάρει για τα καλά φόρα. Οι εργασίες πολλές. Το φως του πιο μεγάλου δωματίου αναμμένο από τις 12 το μεσημέρι. Είναι μέρα αλλά η συννεφιά φέρνει τη νύχτα πιο νωρίς. Το φως είναι μία σκέτη λάμπα βολφραμίου. Χωρίς κάτι να σε προστατεύει από τη λάμψη του. Δεν είναι αυτή που είναι σαν κάτασπρη σαν γάλα. Είναι η διάφανη. Όταν είναι σβηστή, μπορείς να διακρίνεις τις κεραιούλες που στηρίζουν κάτι σαν ελατήρια φτιαγμένα από βολφράμιο. Αυτό που ακτινοβολεί. Όταν είναι καμένη η λάμπα κάνει θόρυβο. Σαν μία κουδουνίστρα με πνιχτή φωνή. Το ακούς μόνο αν τη βάλεις δίπλα στο αυτί. Όταν είναι αναμμένη την κοιτάς λοξά και σε ζαλίζει. Χάνεσαι στο φως και σε παίρνει ο ύπνος. Σε υπνωτίζει αυτό το κίτρινο αδύναμο φως που όσο σκοτεινιάζει γίνεται ολοένα και πιο ακατάλληλο να δεις καθαρά τι γράφεις στο τετράδιο. Ακόμα και τα μεγάλα και στρογγυλά γράμματα του βιβλίου γίνονται δυσδιάκριτα.

Μάθημα ένα. Από αυτό ξεκινάω πάντα. Αντιγραφή. Παίρνω το μπλε τετράδιο με το Λευκό Πύργο στην ετικέτα, που έχει σε κάθε σελίδα κενό χώρο για μία ζωγραφιά και από κάτω γραμμές. Στο μισό τετράδιο προτιμώ να γράφω στη δεξιά πλευρά και μόλις περάσω τη μέση, αριστερά. Κάνω καλύτερα γράμματα έτσι. Ανοίγω το βιβλίο και πάω στο σημείο που πρέπει να αντιγράψω. Το βιβλίο κλείνει ξανά μόνο του. Κάτι πρέπει να βάλω για να αποδεσμεύσω το δεξί μου χέρι. Γράφω με το αριστερό και κρατάω το τετράδιο με το δεξί για να είναι σταθερό. Πρέπει να κάνω ωραία γράμματα. Βάζω ένα άλλο βιβλίο στο πάνω μέρος του, για να μείνει ανοιχτό στη σελίδα που πρέπει. Ξεκινάω επιτέλους. Ημερομηνία… Γράφω λίγο βιαστικά το κείμενο. Τα γράμματα δεν είναι καλά. Ποτέ δεν ήταν καλά. Ποτέ δεν θα γίνουν καλά. Ξεχνάω λέξεις μα δεν το καταλαβαίνω. Όταν κάνω λάθος πρέπει να τα σβήσω όλα. Τα τετράδια έχουν αυτό το ελάττωμα. Σβήνω κρατώντας τη σελίδα τεντωμένη με το δείκτη και τον αντίχειρα του δεξιού χεριού. Τα κατάφερα χωρίς να τσαλακώσω τη σελίδα και χωρίς να μείνει μουτζούρα. Πιο πολύ χρόνο χρειάζεται να σβήσεις, παρά να γράψεις. Φυσάω να φύγουν τα υπολείμματα της γόμας. Ξαναγράφω σωστά. Τώρα πρέπει να σκεφτώ ζωγραφιά. Πρέπει να ταιριάζει με το κείμενο. Δυσκολεύομαι συνέχεια. Σπαταλάω το χρόνο μου σκεπτόμενη τι να ζωγραφίσω. Εγώ θέλω να τελειώσω και μετά να παίξω. Ζωγραφίζω ότι μου έρχεται στο παράξενο κεφάλι. Ανοίγω την κασετίνα και βγάζω τα μολυβένια χρώματα. Το άσπρο γιατί το έχει; Το κίτρινο το μισώ. Ζωγραφίζεις και δεν φαίνεται τίποτα. Φταίει το κίτρινο φως του βολφραμίου; Αποφάσισα, θα ζωγραφίσω ένα καράβι. Είναι λίγο άσχετο αλλά μάλλον θα πάρω 10. Το ξέρω. Είναι αταίριαστο με το θέμα αλλά το ζωγράφισα σωστά.  Έχω ήδη αρχίσει να κουράζομαι και πάλι δεν θα παίξω γιατί τώρα νυστάζω. Το φως αυτό είναι κίτρινο. Δεν είναι άσπρο. Το τετράδιο γίνεται και αυτό κίτρινο. Γράφω και η σκιά των δακτύλων που κρατούν το μολύβι, με εμποδίζει να δω καθαρά. Εκεί που πάει η σκιά, εκεί θέλω να βλέπω. Νυστάζω…

Μάθημα δύο. Μαθηματικά. Το τετράδιο με τα κουτάκια έρχεται στο προσκήνιο. Εδώ δεν χρειάζεται το βιβλίο. Αντιγράφω από το πρόχειρο τις ασκήσεις. Σκέψη-λύση-απάντηση. Ο δάσκαλος είναι μεγάλος σε ηλικία. Το θέλει έτσι. Ακόμα μία άσκηση για τα ψώνια στο μπακάλη. Η άσκηση φτιάχνει ένα “χυμό” από μήλα, πορτοκάλια και χρήματα. Τη λύνω και αυτή. Τα ρέστα είναι 22 δραχμές. Οι αριθμοί έχουν ενδιαφέρον. Είμαι καλή, τα κατανοώ εύκολα. Απορώ πώς κάποια παιδιά δυσκολεύονται. Κι εκείνα απορούν με εμένα. Ένα λιγομίλητο κορίτσι, μιλάει μόνο στα μαθηματικά. Σκέψη – λύση – απάντηση. Μία αλάνθαστη μεθοδολογία λογισμού και τεκμηρίωσης της λύσης ενός προβλήματος. Δεν την ξέχασα ποτέ. Είναι η σωστή σειρά. Πρώτα φοράς το πουκάμισο και μετά το σακάκι. Το βολφράμιο έπαιξε το ρόλο του. Με ταλαιπωρούσε το αδύναμο κίτρινο φως. Με εμπόδιζε να ολοκληρώσω γρήγορα χωρίς να κουράζονται τα μάτια μου. Αλλά όπως έλεγε ο Πόντιος θετός παππούς, “ότι μπαίνει δύσκολα στο κεφάλι, δύσκολα βγαίνει”.

Μάθημα τρία. Ορθογραφία. Πρέπει να μάθω απέξω μερικές σειρές από το βιβλίο και να μάθω να γράφω τις λέξεις σωστά. Ένα μικρό λάθος και χάθηκε το δεκάρι. Διαβάζω προσεκτικά το βιβλίο και περπατάω γύρω γύρω στο δωμάτιο, τσαλακώνοντας το χαλί. Το κίτρινο φως του βολφραμίου κάνει σκιές. Είναι λες και έχω λάμπα πετρελαίου στο σπίτι. Αυτή με τον καπνό και τη μυρωδιά, που οι παλιοί ερμήνευαν τις κινούμενες σκιές από το τρεμόπαιγμα της φλόγας της, ως νεράιδες και ξωτικά. Το κεφάλι μου κάνει σκιά στο βιβλίο. Δυσκολεύομαι πάλι. Χρειάζομαι το διπλάσιο χρόνο για να τελειώσω τα μαθήματά μου. Το διαβάζω, το λέω. Το διαβάζω, το λέω. Εντάξει το έμαθα απ’ έξω. Το γράφω τώρα. Λάθος. Ξανά στις σελίδες του βιβλίου που κιτρινίζουν από το βολφράμιο. Την έγραψα τρεις φορές κι άλλη μία χωρίς λάθος.

Μπαμπά, με στραβώνει το φως. Δεν μπορώ να διαβάσω. Ένα δάκρυ κυλά στο μάγουλό του.

25 χρόνια μετά, αλλάζω τις λάμπες της βιβλιοθήκης με άλλες. Όχι LED. Έχει μπλε φως. Δεν κάνει για βιβλιοθήκη. Πήρα άλλες ειδικές, καλύτερες. Κάποιες για ανάγνωση και κάποιες για διακόσμηση.

Ο κύκλος έκλεισε, κράτησα 3 λάμπες βολφραμίου, μία για τη μαμά, μία για μένα και μία για το δάκρυ του πατέρα.

Φωτογραφία: Giorgos Samartzis