Φρέσκα

Κουρασμένος απ’ τον έρωτα

Γιώργος Τσουκαλάς (1903 – 1975) 

……………………………………………………………

Στο εξοχικό καφενείο βρήκε τον Απόλλωνα µονάχο.
– Πώς, δεν εφάνηκαν οι άλλοι απόψε ρώτησε.
– Κάθησε. Έχουν όλοι ζευγαρωθή. Θα πάµε σε λίγο να τους βρούμε.
Ένα αυτοκίνητο πέρασε σφυρίζοντας δυνατά. Η παρέα, που ήτανε µέσα,
τραγουδούσε βραχνά και γυναίκες γελούσαν µ’ ένα γέλιο μεθυσμένο και
γεμάτο προσποίηση. Ύστερα πάλι επέστρεψε η σιγή. Και του φάνηκε σα
µια κηλίδα ν’ απλώθηκε απάνω στην ασηµένια γοητεία. της νύχτας.
Σα να µάντευε τη µυστική του σκέψη ο φίλος του ψιθύρισε σιγά:
– Πόσο οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να σεβαστούνε τη νύχτα…
Σηκώθηκε απότοµα.
– Πάµε; είπε περνώντας το χέρι του στο µπράτσο του Απόλλωνος.
Αισθανότανε να τον πληµµυρίζη µια βαθύτατη αγάπη γι’ αυτόν που τον
καταλάβαινε τόσο καλά, κι ένιωθε τα δάχτυλά του να τρέµουν στο άγγιγµά
του.
Bάδισαν για λίγο σιωπηλοί. Έπειτα, κυριευμένος από µια σκοτεινήν
ανάγκη ν’ αντιδράση, του πρότεινε:
– Τι λες; Πάμε να βρούµε τους άλλους;
– Πηγαίνουµε, αλλά να µη µείνουμε µαζί τους. Γιατί, άλλωστε, να τους
χαλάσουμε την ερωτική τους ησυχία;
Διέσχισαν κατά πλάτος τη δεντροστοιχία και προχώρησαν προς τη
σκοτεινή κυκλική σειρά των πάγκων, το «σαλόνι» όπως το έλεγαν οι άλλοι.
Σκοτεινές σκιές, που µόλις εμάντευες πως ήσαν άνθρωποι, σάλευαν πάνω
στους µοναχικούς πάγκους. Ψίθυροι ακουγόντουσαν και πού και πού,
πνιχτά φιλιά.
Ένα σπίρτο έλαμψε για λίγο και, στο αμυδρό φως του, διέκριναν τον
Κριδά, που προσπαθούσε ν’ ανάψη το τσιγάρο του, προσέχοντας κάποιον
νεαρόν αλήτη που καθότανε στο πλευρό του.
Οι δυο φίλοι σταμάτησαν περίεργοι.
Έβλεπαν τη φωτιά του τσιγάρου που έτρεμε στα σπασμωδικά δάχτυλά του
και μάντευαν το πάθος που σπάραζε το γέρικο εκείνο κορμί. Εδίσταζε
φαίνεται. Άξαφνα όμως το τσιγάρο χάραξε μια καμπύλη στον αέρα κι
έπεσε μακριά. Κι’ έπειτα είδαν τη σιλουέτα του Κριδά, σκοτεινή και
πελώρια, που έπεφτε, σαν κανένα μυθικό αρπαχτικό όρνεο, πάνω στο
σύντροφό του. Πλησίασαν αργά και στάθηκαν για λίγο μπροστά του, σαν
να εξακολουθούσαν μια συζήτηση. Εκείνος δεν τους είχε αντιληφθή.
Αδιάφορος προς τους αγνώστους που διάβαιναν δυο βήματα μακριά του,
βέβαιος εξάλλου πως κι αυτοί θα ήσαν κανένα «τέτοιο» ζευγάρι, είχε
παραδοθή στην ερωτική του επίθεση. Γέρνοντας πλάι το μακρό του λαιμό,
για να μπορή να φιλάη, επειδή η γριπή μύτη και το σαγόνι του που
ανέβαινε προς τ’ απάνω – όμοιο με ράμφος αετού – του ήσαν εμπόδια για
ένα κανονικό φίλημα, τυλιγμένος σαν αλλόκοτο ερπετό γύρω από το κορμί
του συντρόφου του, τον φιλούσε με μανία ενώ τα γλοιώδη του δάχτυλα
προσπαθούσαν, τρέμοντας από το πάθος κι από τα γερατιά, να βρουν,
πίσω από τα κουρελιασμένα ρούχα του αλήτη, το κρυμένο όργανο του
πόθου.
Γιατί η παράξενη μανία του Κριδά ήτανε να ηδονίζει με τα μακρυά τα κρύα
σα φίδια δάχτυλά του, τους άλλους, απολαμβάνοντας την έκλυση που
έβλεπε στα μισοσβησμένα μάτια των συντρόφων του. Toυ αρκούσε μόνον
αυτό, τίποτε άλλο. – Κι ίσως γι’ αυτό θεωρούσε τους έρωτές του πολύ
«πλατωνικούς».
Ο Νίκος, βλέποντας μέσα στο σκοτάδι τα δυο κορμιά να σπαρταρούν
ενωμένα σ’ έναν ακαθόριστον όγκο, μάντευε την αγωνία που κατείχε το
γέρικο εκείνο κορμί και τη σκόπιμη εγκατάλειψη του αλήτη – που, αυτή την
ώρα, θα σκεφτότανε με τι τρόπο θα μπορούσε να τραβήξη περισσότερα
λεφτά του γέρου – και παρακολουθούσε με τη φαντασία του τις δυο εκείνες
υπάρξεις που, κινούμενες από διαφορετικούς δρόμους κι από ξένα η κάθε
μια αίτια, ανταμωνόντουσαν μονάχα σ’ ένα κοινό σημείο, στην εκπλήρωση
του πόθου των.
Έβλεπε στα δυο αυτά εφήμερα όντα, που παραδινόντουσαν στις σκοτεινές
τους ορµές, τη βαθύτατη προσταγή του Μυστηρίου, την ανεξερεύνητη
εκείνη Σκέψη που οδηγεί τα βήματα των ανθρώπων. Και προσπαθούσε να
μαντέψη την επίδραση που θα είχε στην ψυχή του η επαφή του µε τη ζωή
των όντων αυτών, που, υπακούοντας ασυνείδητα σε κάποια μυστική
φωνή, ανακούφιζαν τον ερωτικό τους οργασµό µε άγονες απολαύσεις.
Προς ποιους δρόµους άραγε τραβούσαν τα πλανητικά του βήματα, έτσι
καθώς εβάδιζε, τόσο ξένος και τόσον αμέτοχος, ανάμεσα στις εκδηλώσεις
αυτές της ζωής, τις τοποθετημένες έξω από το πλαίσιο του κανονικού και
της παραδεδεγμένης λογικής;
Ο Απόλλων προχώρησε σιωπηλός και τον ακολούθησε. Πέρασαν την
πλατεία, που στις δυο άκρες της ακινητούσαν οι λευκοί όγκοι των
αγαλμάτων, κι έπειτα έστρεψαν αριστερά στην «αλλέα των στεναγμών»
στο δρόµο που περνάει πλάι από το πελώριο µαρμάρινο χτίριο. Στη
µακρινή σειρά των πάγκων άλλα ζευγάρια καθόντουσαν και, σ’ ένα απ’
αυτά, αναγνώρισαν τον Τσιρίμη με κάποιο ψηλό ναύτη. Καθώς είχε
περάσει το χέρι του πίσω από το λαιµό του συντρόφου του και του
χάηδευε το µάγουλο, σιωπηλός, κοιτώντας µπροστά του, ποιος ξαίρει τι να
σκεφτόταν η «μαρκησία» και σε τι ερωτικές ονειροπολήσεις να
παραδινόταν η φαντασία του.
Πρώην νομάρχης, από παλιά οικογένεια πολιτευοµένων, είχε πάρει στα
νιάτα του µια που τον ερωτεύθηκε, γοητευμένη από την ευγένειά του κι
από την οµορφιά του. Ολόκληρη τραγωδία ο γάμος αυτός. Γιατί πολύ
γρήγορα η γυναίκα του είχε αντιληφθή το πάθος του, αυτή την ακατανίκητη
επιθυμία που τον έκανε να παραδίνεται στους έρωτες των αντρών. Στην
αρχή δεν είχε δώσει σημασία στις φήµες που έφτασαν ως αυτήν αλλά
βλέποντας την αποστροφή που του προξενούσαν οι ερωτικές της
εκδηλώσεις, θέλησε να εξιχνιάση το μυστήριο που τύλιγε τον άντρα της. Κι
όταν αντελήφθη και µόνη της την πραγματικότητα, γύρισε αλλόφρoνη στο
πατρικό της σπίτι, κρύβοντας βαθειά στην ψυχή της τον έρωτα προς
εκείνον, που ακόμα τον αγαπούσε. Επακολούθησε µια σκανδαλώδης δίκη
διαζυγίου που αποτέλεσµά. της ήτανε να χάση τη θέση του ο Τσιρίµης. Σε
λίγον καιρό η γυναίκα του πέθανε στο φρενοκομείο κι αυτός
εξακολουθούσε την ίδια ζωή, σ’ ένα σπιτάκι που είχε νοικιάσει σε κάποια
μακρινή συνοικία, όπου φιλοξενούσε κατά καιρούς τους διάφορους
ερωμένους του.
Τον είδαν που τους εκοίταξε για μια στιγµή με τα φασαμαίν του, και,
φοβούμενοι μήπως τους αναγνωρίση ετάχυναν το βήμα τους.
Ο Νίκος ένιωθε τώρα τον εαυτό του λυγισμένον από ένα αβάσταχτο βάρος
σαν να σήκωνε στους ώμους του όλες τις σκοτεινές επιθυμίες των όντων
αυτών. Αισθανότανε την ανάγκη να δοθή σε κάτι που να του φέρη το
λήθαργο, να τον οδηγήση μακριά, όσο το δυνατόν πιο μακριά απ’ όλα
αυτά.
– Πάμε να φύγουμε; πρότεινε.
– Πού θες να πάμε; ρώτησε ο Απόλλων.
– Κι εγώ δεν ξαίρω πού. Μα θα ήθελα να μπορούσα αυτή τη στιγμή να
εκμηδενιζόμουν, να μην αισθάνομαι και προ παντός, να μη σκέφτομαι
τίποτα. Δεν μπορείς να φανταστής, πόσο είμαι κουρασμένος απ’ όλα.
Ο Απόλλων τον άκουγε σκεφτικός. Χαμογέλασε.
– Ξέρω τι θέλεις εσύ τώρα, είπε. Έλα λοιπόν.
Και τον οδήγησε μακριά απ’ το πάρκο, το γεμάτο από ανήσυχες σκιές,
ανάμεσα σε στενούς δρόμους πλημμυρισμένους από το ασημένιο φως της
σελήνης, φτωχούς απόμερους δρόμους με ταπεινά σπίτια που, καθώς
έμεναν έτσι κλειστά και σιωπηλά μέσα στη νύχτα, έμοιαζαν σαν νάγερναν
κάτω από το βάρος της συλλογής.
Ο Νίκος δε ρώτησε πού πήγαιναν. Αφινότανε στην οδηγία του φίλου του,
λικνιζόμενος από τη γοητεία του αναπάντεχου.
Έξω από ένα μικρό καφενεδάκι σταμάτησαν. Ο Απόλλων εκοίταξε μια
στιγμή μέσα από τα τζάμια κι έπειτα άνοιξε την πόρτα.
Ο καφετζής πλησίασε να τους σερβίρη και, αναγνωρίζοντας τον
Απόλλωνα, του έσφιξε το χέρι δυνατά.
– Τι γινήκατε; Έχουμε ένα χρόνο να σας δούμε.
– Δεν έτυχε να ξεπέσω καμιά φορά απ’ τη γειτονιά σας. Δεν μου λες, κυρ
Μήτσο, είναι ακόμα; Κι έκαμε ένα κίνημα με το κεφάλι του δείχνοντας το
βάθος του μικρού καφενείου.
Ο καφετζής έμεινε για λίγο δισταχτικός και κοίταξε το Νίκο.
– Είναι δικό μας παιδί, πρόσθεσε ο Απόλλων.
Ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε τη σκοτεινή του μορφή και χτυπώντας φιλικά
με το χοντρό χέρι του τον ώμο του Απόλλωνα, είπε σιγά, σα να φοβότανε
μην τον ακούσουν.
– Δεν τα είπαμε τώρα; Όποτε θέλεις να κάνης κεφάλι και συ κι η παρέα
σου, ο κυρ Μήτσος είναι δικός σας.
-Αν δεν βαριέσαι, λοιπόν, μας ετοιμάζεις.
– Μετά χαράς. Κι ένια σας. Θα ευχαριστηθήτε όσο δεν παίρνει. Πέτυχα τις
προάλες στον Περαία ένα πράγμα. πρώτης.
Προχώρησε στο βάθος του μαγαζιού του κι ανοίγοντας μια μικρή πόρτα,
στάθηκε και τους είπε:
– Απόψε θα μαστουρωθήτε με την ησυχία σας. Δεν είναι κανείς μέσα.
Έπειτα μπήκε στο μικρό δωμάτιο, που ήτανε πίσω από το καφενείο, κι
έκλεισε προσεχτικά την πόρτα. Σε λίγο ξαναγύρισε και, σκουπίζοντας τα
χέρια του στη βρώμικη ποδιά που κρεμότανε μπροστά του, τους
χαμογέλασε:
– Έτoιμoς.
Πέρασε πρώτος και τον ακολούθησαν, σκύβοντας στη χαμηλή είσοδο.
Ένα ασθενικό ράμφος γκαζιού έριχνε το τρεμουλιάρικο φως του στους
υγρούς τοίχους, όπου κρεμόντουσαν κάτι παμπάλαιες λιθογραφίες: Η
Γενοβέφα που προσπαθούσε να καλύψη την γυμνότητά της με τα λυμένα
της μαλλιά, μια μεστή και λάγνα Σαλώμη που λύγιζε σα φίδι το κορμί της,
στα χορό των «εφτά πέπλων», μπροστά στ’ ασελγή βλέμματα του Ηρώδη,
κι ακόμα η Λήδα, με τα μάτια μισόκλειστα, σφίγγοντας σπασμωδικά με τα
λευκά της χέρια το δυνατό κορμί του μυθικού κύκνου, παραδινότανε στον
ερωτικό του οργασμό, πάνω στην καταπράσινη χλόη, κάπου εκεί στις
όχθες του Ευρώτα.
Ένα μπουζούκι, στολισμένο με πλατειά κόκκινη κορδέλα, κρεμότανε σε μια
γωνία και, μπροστά σ’ ένα παλιό ντιβάνι, ακουμπισμένος σ’ ένα χαμηλό
σκαμνί, περίμενε ο λουλάς.
– Παιδιά, εδώ σα στο σπίτι σας· δε θα σας ανησυχήση κανένας. Θα σας
έκανα κι εγώ συντροφιά γιατί είμαι χαρμάνι ακόμα απόψε, μα δεν έχω
κανένα ν’ αφίσω στο τραπέζι, είπε ο κυρ Mήτσος καθώς έβγαινε.
Η μικρή πόρτα που έκλεισε έκαμε να σειστούν οι γέρικοι τοίχοι.
Οι δυο φίλοι καθήσανε στο ντιβάνι κι έβαλαν στα χείλη τους το καλάμι.
Μικρά ολόλευκα σύννεφα καπνού ανέβαιναν προς τη χαμηλήν οροφή, τη
σκοτεινή, όπου το αδύνατο φως του γκαζιού ανακατευότανε τρεμουλιάρικο
με τις σκιές. Και τα χείλια ρουφούσαν άπληστα, κι η βαρειά μυρουδιά του
χασίς πλημμύριζε τη μικρή κάμαρα.
Ο Νίκος άρχισε να νιώθη το κεφάλι του βαρύ και ξαπλώθηκε στο ντιβάνι
αποκαμωμένος. Καθώς κάπνιζε ακόμα, φέρνοντας στα χείλη του το καλάμι
του λουλά, του φαινόντουσαν οι κινήσεις του μηχανικές, αυτόματες, τόσο
ξένες προς αυτόν, σαν να μην ήταν ο ίδιος που παραδινότανε στο μεθύσι
του εξωτικού φυτού, μέσα στο ημίφως της μικρής κάμαρας. Αισθανότανε
τη σκέψη του νωθρή και δυσκίνητη σαν ένα τέλμα μόλις ρυτιδούμενο στις
βραδινές πνοές. Ποιος ήταν; Πού βρισκόταν; Ολοένα και πιο ακαθόριστη
γινότανε μέσα του η συνείδηση της ύπαρξής του, κι είχε την αίσθηση πως
βυθιζόταν όλο και πιο πoλύ μέσα στην άμμο, σε μιαν αποπνιχτικήν άμμo.
Και τώρα δεν ήσαν πια γύρω του οι γέρικοι τοίχοι οι μουσκεμένοι από την
υγρασία, κι ούτε σαλεύανε πελώριες οι σκιές στο φως που έτρεμε.
Μια αχανής έρημος, απέραντη και μονότονη αμμώδης έκταση και, σ’ έναν
απελπιστικά ανέφελον ουρανόν, ο φλογερός ήλιος. Οι αχτίνες του τον
ενάρκωναν, τον παρέλυαν, κι έτσι όπως ήταν αποκαρωμένος, ένιωθε μέσα
του, σαν ένα ακαθόριστο συναίσθημα, να τον φλογίζη ο πόθος -άναρχος
και άσκοπος, χωρίς καμιάν ορισμένη κατεύθυνση, σαν ένας όγκος από
αφρισμένα νερά, που αναπηδάει στους βράχους και χάνεται χωρίς να βρη
μια κοίτη.
Κι έπειτα πελώριες σκοτεινές σκιές, σαν από σώματα γιγάντων, κλείνουν
από παντού τον ορίζοντα, κι ολοένα πλησιάζουν, τον φτάνουν, τον
κυκλώνουν, κι η φλογερή άμμος χύνεται κάτω από το κουρασμένο του
κορμί.
Είναι τώρα σ’ ένα δάσος που το γεμίζει το θρόισμα των φύλλων. Η χλομή
σελήνη κυλάει βιαστικά ανάμεσα από τα κλαριά κι αισθάνεται να τον
κυριεύη το ρίγος της σιωπής, κι η ψυχή του τρέμει κάτω από το δέος του
αγνώστου. Ένα συναίσθημα αγωνιώδους αναμονής, σα να πρόκειται να
συμβή κάτι τρομερό κι αναπόφευκτο. Κι έπειτα η σελήνη στέκεται ακίνητη
και ωχρή σαν πρόσωπο νεκρού, κι απλώνεται, σιγά- σιγά, και τα κλαριά
χάνονται και μαζί με αυτά και το δάσος ολόκληρο.
Και, μέσα σε μιαν απέραντη φωτισμένη αίθουσα χορεύει η γυμνή Σαλώμη.
Το μεστό κορμί της είναι σαν από φίλντισι, και τα οπάλινα στήθη της, που
επάνω τους λες κι έχουν στάξει δυο ρανίδες από πορφυρό αίμα, τρέμουν
στις ρυθμικές κινήσεις του χορού. Οι καµπύλες των µηρών σπαθίζουν τη
βαρειάν από αλλόκοτα µύρα ατμόσφαιρα, και τα µάτια της, που στα βάθη
τους τρέμουν τα σκοτεινά φτερά της νύχτας, μισοκλείνουν σα να
παραδίνονται στο µεθυστικό φιλί του αγαπημένου. Κάποτε, σκύβει απάνω
του και τότε νιώθει στα χείλη του τη φλογερή της ανάσα. Και τ’ ανήσυχα
δάχτυλά της αγγίζουν το πρόσωπό του, σ’ ένα γοργό διαβατάρικο
άγγισµα, σα να ζητάνε τον έρωτα …
Κι αυτός µένει εκεί ναρκωμένος, µέ τη σκέψη βαρειά και παραπαίουσα, και
γύρω απ’ αυτόν οι ώρες βαδίζουν τον αναπόφευκτο δρόµο τους.
Όλα είναι τώρα σκοτεινά, σαν άβυσσος, και τα ψυχρά δάχτυλα του ρίγους
πλανιούνται πάνω στ’ ακίνητο κορµί του …
Η πόρτα άνοιξε σιγά κι ο καφετζής µπήκε µε αθόρυβα βήµατα.
Στην ψυχρή πνοή που πλημμύρισε τη µικρή κάμαρα, ο Νίκος µισάνοιξε τα
βαρειά βλέφαρά του και κοίταξε γύρω του µ’ ένα βλέμµα απλανές. Ο άλλος
του χαμογέλασε προστατευτικά και µάζεψε από κάτω το λουλά που είχε
πέσει από τα άτονα χέρια των δυο φίλων.
……………………………………………………

Από τη νουβέλα «Κουρασμένος απ’ τον έρωτα», Eκλεκτή Βιβλιοθήκη, 2η
έκδ. 1975, σελ. 38 – 45.

Γεννήθηκε στον Προυσό Ευρυτανίας και πέθανε στην Αθήνα.
Από τους πιο ευαίσθητους και πιο πληθωρικούς, σαν άνθρωπος και σαν
συγγραφέας της γενιάς του ’20. Δημοσιογράφος, εκδότης,
παλαιοβιβλιοπώλης κι ο πρώτος (και τελευταίος…) που δημιούργησε
δανειστική βιβλιοθήκη. Μεταπολεμικά ασχολήθηκε µε την αστρολογία και
τον πνευματισμό. Απ’ τους θαυμαστές του Λαπαθιώτη στα νιάτα του είχε
τρελή ζωή µποέµη κ’ είναι
απ’ τους ελάχιστους του κύκλου του «Μπάγκειον» που βγήκε σώος απ’
την τραγική περιπέτεια των ναρκωτικών και του αλκοόλ. Έξοχος ποιητής,
έγραψε δοκίµιο και κριτική βιβλίου, φιλολογικές αναµνήσεις και άρθρα για
τα πάντα στον περιοδικό τύπο του µεσοπολέµου. Γνώρισε ή ξαναγνώρισε
στους νεοέλληνες αρκετά από τα αριστουργήµατα της νεότερης ξένης
αφηγηµατογραφίας, µετέφρασε ακόµα «Άσμα Ασµάτων» αλλά και
«Χρήστο Μηλιώνη» του Παπαδιαµάντη κ’ «Εκκλησιάζουσες» … Η
προσφορά του µε την πρώτη συστηματική σειρά Αποµνηµονευµάτων
αγωνιστών του ’21 που δημιούργησε παραµένει ανυπολόγιστη, ενώ η
εργασία του στο χώρα της παιδικής λογοτεχνίας υπήρξε πρωτοποριακή.
Έχει υπογράψει τουλάχιστο 100 µικρά και µεγάλα αφηγήµατα,
πρωτότυπα ή διασκευασμένα, πολλά απ’ τα οποία δεν βγήκαν σε βιβλίο.
Αφηγήματα: «Εκείνη», µυθιστόρηµα, 1926, «Κουρασµένος απ’ τον
έρωτα», µυθιστόρηµα, 1927

Πηγή : https://periodikotrypa.wordpress.com/

1883 James Ensor Les pochards Soaks