Ψυχρή αδιαφορία ή ουσιαστική εμπλοκή;
του Αργύρη Νικολάου
Τους συναντούσα κάθε χρόνο. Ήταν όμως λίγοι και καθώς ήταν διακριτικοί περνούσαν σχεδόν απαρατήρητοι. Μιλώ για τους γονείς εκείνους που δεν κάνανε θόρυβο, που δεν είχαν ανάγκη το σύλλογο γονέων για να φανούν, που δεν πιάνονταν από το ασήμαντο, που δεν δραματοποιούσαν το καθημερινό, που δεν μεγαλοποιούσαν τις επιτυχίες των παιδιών ούτε τα βάφανε μαύρα από μια αποτυχία τους στο σχολείο.
Λίγο σκοτίζονταν για το δάσκαλο των παιδιών τους, αν τυχόν ήταν ευχαριστημένοι απ’ αυτόν είχε καλώς, αν όχι δεν χάθηκε ο κόσμος. Η εκάστοτε –ανακόλουθη στη χώρα μας- εκπαιδευτική πολιτική λίγο τους απασχολούσε, δεν τους ενδιέφερε αν το σχολείο της γειτονιάς τους είχε καλή φήμη ή όχι, αν εφαρμόζονταν σ’ αυτό καινοτόμες ή άλλες παιδαγωγικές.
Αν υπέθετε κανείς εξαιτίας αυτών πως ήταν αποστασιοποιημένοι από το σχολείο, πως η ζωή των παιδιών σ’ αυτό τους ήταν αδιάφορη, θα έκανε λάθος. Πιο σωστό θα ήταν να πούμε πως είχαν μια σαφή αντίληψη για το ρόλο του σχολείου στην ανάπτυξη του παιδιού. Παρακολουθούσαν με ψυχραιμία τα τεκταινόμενα σ’ αυτό έχοντας μια σαφή αντίληψη για το ρόλο του. Ούτε το υποτιμούσαν ούτε το υπερτιμούσαν.
Δεν μηδένιζαν τον ρόλο του ούτε όμως εξαρτιόνταν απ’ αυτό. Γνώριζαν πως το σχολείο ήταν ένα επεισόδιο στη ζωή του παιδιού, όχι το πιο σημαντικό, και αναγνώριζαν τη σημασία και το ρόλο της οικογένειας στην εκδίπλωσή της. Σίγουροι για την αγωγή που παρείχαν στα παιδιά τους δεν παραπονούνταν αν κάτι δεν πήγαινε καλά. Ήταν πολύ μορφωμένοι για να παραπονεθούν. Εξοπλισμένοι με μορφωτικό κεφάλαιο θα ‘λεγε ο Μπουρντιέ, παιδεία θα ‘λεγα εγώ, δεν ανησυχούσαν. Είχαν τον τρόπο τους να αντισταθμίζουν τις αδυναμίες του σχολείου. Αυτός συνίστατο κυρίως στη δική τους ενεργή συμμετοχή. Και δεν ανήκαν απαραίτητα στην ανώτερη τάξη.
Για τα παιδιά τους ήταν πολύ εύκολο να διατηρούν ζωηρό και ακμαίο τον έρωτα προς τα καλά και την παιδεία.
Είδα έναν γονέα σήμερα σαν αυτούς που περιέγραψα. Παραπονέθηκε λιγότερο απ’ όλους όσους ξέρω για το κλείσιμο των σχολείων.
