Θεσσαλονίκη – Αθήνα με τραίνο
Ένα ταξίδι αφιερωμένο σε όλους τους imaginistes. Ειδικά σε αυτούς που είναι imaginistes, χωρίς να το ξέρουν ακόμα…
Είναι καλοκαίρι στη μέση της δεκαετίας του 80. Το τραίνο είναι καλό μεταφορικό μέσο. Η Ελλάδα δεν έχει αυτοκινητόδρομους και το τραίνο είναι σίγουρα ασφαλέστερο μέσο. Το αεροπλάνο είναι ακριβό. Το πλάνο είναι Αθήνα και μετά αεροδρόμιο. Οι γονείς μου παλεύουν με 4 βαλίτσες. Ο μπαμπάς θα μας πάει με το αυτοκίνητο και δυο βαλίτσες στο σταθμό του τραίνου εκεί στη Μοναστηρίου λίγο μετά το Βαρδάρη. Θα γυρίσει πίσω να πάρει τις άλλες δύο βαλίτσες και θα έρθει με το λεωφορείο. Ο σταθμός βρίσκεται σε αναβρασμό. Άνθρωποι κινούνται προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι υπάλληλοι του σταθμού στις θέσεις τους. Η ουρά για τα εισιτήρια είναι μεγάλη. Εμείς τα έχουμε προμηθευτεί μέρες πριν. Είναι όλα κανονισμένα. Στην αποβάθρα κινούνται τα καρότσια γεμάτα βαλίτσες. Κάπου στην άκρη είναι πάκοι εφημερίδων τυλιγμένοι σταυρωτά με αυτή την μπλε κορδέλα. Πάνω – πάνω τα σπορ του Βορρά. Όσο πλησιάζει η ώρα τόσο η κινητικότητα αυξάνεται.
Το τραίνο ήρθε. Ξαφνικά γίνεται χαμός. Οι πόρτες ανοίγουν. Ο μπαμπάς ανεβαίνει. Η μαμά του δίνει τις βαλίτσες. Η πόρτα είναι στενή. Δεν ανεβαίνεις εύκολα με βαλίτσες στο χέρι. Ανεβαίνω κι εγώ και μετά η μαμά. Ο μπαμπάς παίρνει μία βαλίτσα στο χέρι και ψάχνει τις θέσεις μας. Βάζει την πρώτη βαλίτσα και επιστρέφει να πάρει τις άλλες δύο. Η μαμά παίρνει την τελευταία και ακολουθούμε. Στους διαδρόμους επικρατεί πανικός. Άνθρωποι και βαλίτσες έχουν αντίθετη φορά. Με λίγο κόπο και καλή θέληση σε 5 λεπτά θα τακτοποιηθούν όλοι. Στο κουπέ είμαστε 6 άτομα. Τρεις εμείς και μία ακόμα οικογένεια με ένα κορίτσι. Είναι πιο μεγάλη από μένα. Εγώ κάθομαι στο παράθυρο και κοιτάω. Ακούω τη σφυρίχτρα. Το τραίνο ξεκινά απαλά. Είναι τόσο απαλή η εκκίνησή του που το καταλαβαίνεις κοιτώντας έξω. Βλέπω τον σταθμάρχη με σηκωμένο το στρογγυλό πράσινο σήμα. Αυτό ήταν.
Μετά από 5 λεπτά ακούγεται η φωνή “Τα εισιτήριά σας παρακαλώ”. Ανοίγει η μαμά το πορτοφόλι της. Βγάζει κάτι μικρά σκληρά χάρτινα εισιτήρια. Είναι 3 κάτασπρα δύο καφέ και ένα καφέ-άσπρο, το δικό μου. Ο ελεγκτής θα μπει στο κουπέ, θα κοιτάξει ένα ένα τα εισιτήρια προσεκτικά και μετά μετά θα τα τρυπήσει με το χαρακτηριστικό ήχο. Η τρύπα είναι μισοφέγγαρο. Δεν είναι ακριβώς στρογγυλή. Μετά θα τα δώσει στη μαμά μου. “Καλό ταξίδι…” μας είπε.
Τα παράθυρα είναι ανοιχτά επειδή είναι καλοκαίρι. Το αεράκι μπαίνει μέσα και μας δροσίζει. Είμαστε ακόμα στον κάμπο. Όλα είναι πράσινα τώρα. Βλέπω τις καλλιέργειες ευθυγραμμισμένες. Που και που βλέπεις ανθρώπους και να εργάζονται στη γη. Άλλες φορές βλέπω το νερό που εκτοξεύεται για να ποτίσει. Σε κάτι τέτοιο πάω. Το ταξίδι όμως είναι μεγάλο. Έχουμε δρόμο μπροστά μας. Η διαδρομή μετά την Κατερίνη θα γίνει πιο όμορφη. Είμαστε πιο κοντά στη θάλασσα. Πλαταμώνας, Νέοι πόροι. Βλέπεις ανθρώπους να κινούνται δίπλα στη θάλασσα. Θέλω κι εγώ θάλασσα. Όμως εκεί που θα πάω δεν έχει θάλασσα αλλά τη λένε θάλασσα. Περίεργα πράγματα.
Το τραίνο δεν σταματάει σε όλους τους σταθμούς. Βλέπω όμως αυτά τα ωραία πέτρινα κτήρια που αναγράφουν πάντα το υψόμετρο και την απόσταση από την Αθήνα. Σχεδόν σε κάθε σταθμό υπάρχουν δύο πινακίδες. “Προς Αθήνα” και “Προς Θεσσαλονίκη”. Στους πιο παρατημένους βλέπω “ΑΘΗΝΑΙ” και ένα βέλος. Βλέπω τις δεξαμενές νερού. Αυτές ήταν για τις ατμομηχανές με το κάρβουνο. Επίσης, βλέπω κήπους, παγκάκια και πλατάνια. Είναι πολύ ωραίοι οι σταθμοί. Και πάντα ένας άνθρωπος με στολή και καπέλο να κρατά το πράσινο στρογγυλό σήμα με το χέρι του ψηλά σηκωμένο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι εργάζονται για να πάμε εμείς ξέγνοιαστοι στην Αθήνα. Δεν χρειάζεται ο επιβάτης να ανησυχεί για αυτό.
Έχουμε ξυπνήσει πολύ πρωί και νυστάζω λιγάκι. Όμως θα μπούμε στα Τέμπη. Το τραίνο κινείται πιο αργά. Είναι πολύ ωραία και εδώ. Φύγαμε από τη θάλασσα. Το τραίνο δεν θα την ξανασυναντήσει αλλά παραμένουμε στο υγρό στοιχείο περιστοιχισμένο από βλάστηση. Είναι ωραία. Στη Λάρισα θα νυστάξω όμως. Η μονοτονία των κομμένων σιτηρών είναι υπνωτική. Θα κοιμηθώ ακουμπώντας την κοιλιά της μαμάς. Οι γονείς μου μιλάνε σιγά στα Γερμανικά. Δεν θέλουν να ακούν οι συνεπιβάτες μας. Η φασαρία από το διάδρομο μειώνεται από τη συρόμενη πόρτα του κουπέ. Μόλις κάποιος την ανοίξει αυξάνεται η ένταση απότομα. Ο ήχος του τραίνου είναι νανούρισμα. Αυτος ο μονότονος σχεδόν ρυθμικός μεταλλικός ήχος από τα διάκενα της γραμμής είναι χαρακτηριστικός. Στην αρχή ο ήχος έρχεται από τα μπροστινά βαγόνια και δυναμώνει μέχρι το δικό μας βαγόνι να περάσει το διάκενο. Μετά μειώνεται όσο διέρχονται το ίδιο διάκενο τα πίσω βαγόνια. Και μετά ξανά και ξανά. Η μονοτονία του ήχου διακόπτεται από τα περάσματα από μικρές μεταλλικές γέφυρες. Ο ήχος δυναμώνει, αντανακλά και επιστρέφει. Μπορεί και να σε ξυπνήσει.
Μετά τον κάμπο αρχίζουν οι στροφές. Είναι στιγμές που νομίζεις ότι ξαναγυρίζεις προς τα πίσω. Χάνω τον προσανατολισμό μου. Αλλά δεν με νοιάζει. Ξέρω ότι θα φτάσουμε Αθήνα. Επόμενος σταθμός η Λαμία. Πολύ ζωντανός σταθμός. Το τραίνο θα μείνει αρκετή ώρα εκεί όπως και στη Λάρισα. Ο μπαμπάς μου λέει ότι θα μπει και δεύτερη μηχανή για τη μεγάλη ανηφόρα. Αυτές οι πορτοκαλί δυνατές μηχανές μου αρέσουν. Στις αποβάθρες κυκλοφορούν κάτι τύποι με άσπρο πουκάμισο. Στον ώμο τους έχουν κάτι σαν ταψιά γεμάτα σουβλάκια. Ο μπαμπάς θα πάρει 4. Ο έμπειρος πωλητής θα τα βάλει σε ένα άσπρο σακουλάκι χάρτινο μαζί με τα λεπτοκομμένα μισό μπαγιάτικα ψωμάκια. Συνήθως τελειώνει πρώτα το ψωμάκι και μετά το κρέας. Μάλλον, πάντα συμβαίνει αυτό. Πάνω στην ώρα γιατί πείνασα. Η μυρωδιά αυτή όμως σε κάνει και πεινάς ακόμα περισσότερο. Ξεκινάω να τρώω το σουβλάκι μου. Στο ένα χέρι το σουβλάκι στο άλλο το ψωμάκι. Μετά η χαρτοπετσέτα να σκουπίσω το στόμα μου. Η μαμά κι ο μπαμπάς δεν τρώνε ακόμα. Με κοιτάζουν. Το τραίνο ξεκινάει. Μπαίνουν οι γονείς του κοριτσιού στο κουπέ. Είχαν φύγει για λίγο. Αυτοί δεν πήραν σουβλάκια. “Μαμά πεινάω” είπε το κορίτσι. “Ωχ κοριτσάκι μου. Δεν προλάβαμε να πάρουμε σουβλάκι. Θα πάω στο μπαρ να σου πάρω ένα σάντουιτς…” Η μαμά θα πάρει ένα σουβλάκι και θα το δώσει στο κορίτσι. “Έλα πάρε. Είναι κρίμα να κρυώσουν…” Η μαμά του θα μείνει έκπληκτη. “Ευχαριστούμε πολύ. Δεν είναι σωστό όμως. Μιλάτε Ελληνικά;” … “Σας παρακαλώ πολύ. Δεν υπάρχει θέμα. Αφήστε το παιδί.” Το κορίτσι έφαγε λαίμαργα το σουβλάκι. Εγώ παλεύω αργά να φάω το πρώτο. Τελειώνω. “Θέλεις άλλο;” Σηκώνω το χέρι δηλώνοντας άρνηση. Είμαι όπως πάντα λιγόφαγη. Η μαμά θα δώσει και δεύτερο σουβλάκι στο κορίτσι. “Μαρία πες ευχαριστώ…” … “Ευχαριστώ” … Μένει ένα. Ποιος θα το φάει;
Συνεχίζεται…

