Θεσσαλονίκη, η πόλη του έρωτα (1)
της Βιτάλια Ζίμμερ
Πτήση Αθήνα – Θεσσαλονίκη
Μόλις πήρα το πτυχίο μου. Αρίστευσα!!! Θα επιστρέψω επιτέλους στη Θεσσαλονίκη. Έφυγα μικρό κορίτσι και τώρα είμαι γυναίκα. Τι έχω χάσει όλα αυτά τα χρόνια; Πώς να είναι άραγε το σπιτάκι μου; Εκείνο το ημιυπόγειο ανάμεσα στον Άγιο Δημήτριο και τη Ροτόντα. Θέλω να δω την κυρία Γεωργία και την κυρία Βάσω. Δεν θέλω όμως να βρω τους συμμαθητές μου. Δεν έχω κανένα δεσμό μαζί τους. Τίποτα. Μου έχουν κάνει πολλά κακά. Φορτώθηκα δύο βαλίτσες, μία τσάντα χειρός και την κλασική μεγάλη γυναικεία τσάντα που έχει ξεκινήσει να έχει τα πάντα μέσα. Από τσιμπιδάκια, καθρεφτάκια μέχρι ότι μπορείς να φανταστείς. Η πτήση είναι από Newark προς Αθήνα και μετά αλλαγή για Θεσσαλονίκη. Είναι το πρώτο υπερατλαντικό ταξίδι που κάνω μόνη μου. Φοράω ένα ανοιχτό μπλε κάπρι παντελόνι και παπούτσια πλατφόρμες. Από πάνω ένα μπλουζάκι μπλε.Τα γυαλιά ηλίου στο κεφάλι σαν στέκα. Πάντα έτσι… Είμαι λίγο αδέξια με τις βαλίτσες. Είναι σαν να κρατάω το λουρί σε έναν τεράστιο σκύλο. Πας όπου θέλει εκείνος… Προορισμός “Ελληνικό, Ανατολικός Αερολιμήν”. Διαβατήριο, μπλε, Αμερικάνικο. Είμαι πλέον αμερικανάκι, όχι ότι καλύτερο για εμένα και τη μαμά…
Το μεγάλο ταξίδι φτάνει στο τέλος του. Το τετρακινητήριο βαρύ αεροσκάφος απλώνει τα φτερά του, βγάζει τις ρόδες του και προσγειώνεται στο φιλόξενο Ελληνικό. Όλα καλά μέχρι τώρα. Η συνέχεια θα είναι γεμάτη προβλήματα.
Οι βαλίτσες αργούν. Αργούν πολύ. Θα τις παραλάβω μετά από μία ώρα. Το αεροπλάνο είναι μεγάλο, είναι καλοκαίρι και φυσικά είναι γεμάτο. Θα καταφέρω να τις βάλω σε ένα ταξί, αφού προηγουμένως μου έχουν πέσει δυο-τρεις φορές. Και το χειρότερο είναι ότι δεν σε βοηθάει κανείς. Εδώ, όλοι βιάζονται. Στο δρόμο για το δυτικό αεροδρόμιο βρήκαμε κίνηση. Αποτέλεσμα, έχασα την πτήση της Ολυμπιακής για Θεσσαλονίκη. Αυτό θα αλλάξει τη ζωή μου για πάντα. Αυτό συνέβαλε στο να είμαι έτσι όπως είμαι τώρα. Μία χαμένη πτήση εξαιτίας μιας σειράς τυχαίων γεγονότων. Τακτοποιώ το θέμα της χαμένης πτήσης. Θα πάω με κάποια επόμενη. Στην αναμονή λοιπόν. Έχω δώσει βαλίτσες και την τσάντα χειρός. Δεν αντέχω άλλο να κουβαλάω πράγματα. Φτάνει η στιγμή της αναγγελίας. Ο πίνακας μάτριξ με τον κλασικό βιράλ θόρυβο δείχνει την πτήση. Πύλη ανοιχτή. Θα πάω στην πύλη και στη συνέχεια θα επιβιβασθώ στο λεωφορείο που θα μας πάει στο αεροπλάνο. Φτάνουμε. Το αεροπλάνο είναι σταθμευμένο και από κάτω του το κλασικό αυτοκίνητο που παράγει ρεύμα για τη λειτουργία του αεροσκάφους σε στάση. Βολεύομαι στη θέση μου. Ζήτησα παράθυρο. Θέλω να δω τη Θεσσαλονίκη από ψηλά. Δίπλα μου θα κάτσει ένας κύριος. Φοράει ένα ωραίο τζιν, άσπρο πουκάμισο, όχι ριχτό όμως. Η ζώνη του είναι φαρδιά δερμάτινη με μία πολύ ωραία μεταλλική αγκράφα. Το άρωμά του είναι εντυπωσιακό. Είναι τέτοιο που με κάνει να θέλω να ρωτήσω. Κρατάει στα χέρια του ένα καπέλο ψάθινο, σικάτο. Έκατσε δίπλα μου χαιρετώντας με ένα ευγενικό νεύμα. Δεν δείχνει να είναι από αυτούς που μόλις δουν γυναίκα, ρίχνονται. Όμως με έχει σκανάρει κανονικά. Το αεροπλάνο απογειώνεται και μετά οριζοντιώνεται. Ο κύριος δίπλα μου, βγάζει τα γυαλιά ηλίου και τα κρεμάει στο πουκάμισο. Τα μάτια του είναι από ξενύχτι. Θα κοιταχτούμε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Θα γείρει το κάθισμα και θα βάλει το καπέλο στο πρόσωπο. Θα κοιμηθεί… Πώς το κάνει; Εγώ είμαι σε εγρήγορση. Μετά από λίγα λεπτά ξεκινάει το σερβίρισμα του καφέ. Θα αρνηθεί τον καφέ. Καλά κάνει γιατί είναι δεν είναι καλός. Σου προκαλεί και συχνουρία. Μάλλον είναι έμπειρος επιβάτης…
Συνεχίζεται…
