Φρέσκα

Θεσσαλονίκη, η πόλη του έρωτα (3)

της Βιτάλια Ζίμμερ

 

Η Μαρία με παγίδευσε;

 

Ο υπάλληλος του ξενοδοχείου μας βοήθησε με τις βαλίτσες. Τα δωμάτιά μας είναι δίπλα το ένα στο άλλο. Μάλλον θα μπλέξουμε. Το βλέπω… Πρώτα εξυπηρέτησε εμένα και μετά τον κύριο. Του δώσαμε το υποχρεωτικό φιλοδώρημα και οι δύο. Μετά από είκοσι λεπτά ξανά κάτω. Έχω αλλάξει ρούχα γιατί αισθάνομαι βρώμικη. Ένα πρόχειρο ντους και το μαλλί βρεγμένο. Είμαι ατημέλητη μα ελεύθερη. Είμαι διακοπές. Φοράω ένα λευκό μακρύ και άνετο φόρεμα και φλατ παπούτσι. Το φόρεμα είναι χωρίς ντεκολτέ και τα μανίκια του είναι κοντά. Είναι ότι πιο άνετο βρήκα στη βαλίτσα.

Η αλήθεια είναι ότι δεν έψαξα και πολύ. Η τσάντα έχει αντικατασταθεί από ένα back-pack τσαντάκι. Έβαλα διάφορα μέσα, κυρίως χρήματα. Ευτυχώς έχω και δραχμές. Τις άλλαξα στο Ελληνικό με δολλάρια. Ο κύριος δεν έχει αλλάξει αλλά είναι φρέσκος. Δεν έρχεται από την Αμερική. Κρατάει ένα τσαντάκι μπανάνα, κρεμασμένο όμως στον ώμο. Δεν το φοράει σαν ζώνη. Χμμ. δεν είναι κιτς.

Φεύγουμε και πάμε με τα πόδια στην εταιρεία τους. Θα μπούμε μέσα. Ξαφνικά χαμός. Ο κύριος αυτός είναι δημοφιλής. Τον χαιρετάνε όλοι. Φιλιούνται σταυρωτά. Χειραψίες. Προσφέρουν όλοι καφέ. Χαιρετάνε κι εμένα. Τελικά θα πιούμε έναν καφέ στο γραφείο της Μαρίας. Χωρίς να καταλάβω τι συμβαίνει, έχω βρεθεί να τον συνοδεύω. Μια χαρά τα κατάφερε η Μαρία. Φροντίζει για τον αδερφό της. Αλλά κι εγώ δεν πάω πίσω. Είμαι ένας βλάκας και μισός.  Φόρεσα ταιριαστό χρώμα με εκείνον σαν υπνωτισμένη. Την πρώτη κιόλας ώρα στη Θεσσαλονίκη βρίσκομαι με υποψήφιο ταίρι… Ότι ακριβώς ήθελα να αποφύγω.

Ήρθε ο Γιάννης πεζός. Πάλι χαμός. Κι αυτός δημοφιλής. Φοράει ένα μπεζ cool wool κοστούμι, άσπρο πουκάμισο και κόκκινη γραβάτα. Είναι ψηλός ευθυτενής και μελαχρινός. Από την προφορά καταλαβαίνω ότι είναι γνήσιος Θεσσαλονικιός. Έχω μπλέξει με τους τρεις πιο δημοφιλείς ανθρώπους σε ένα τεράστιο χώρο. Απολαμβάνω κι εγώ με κάποιο τρόπο, τον σεβασμό που τρέφουν στην παρέα μου. Ακολουθούν οι συστάσεις. “Από εδώ η Βιτάλια. Τη γνωρίσαμε σήμερα στο αεροδρόμιο. Είναι γεννημένη στη Θεσσαλονίκη αλλά μεγαλωμένη στο εξωτερικό. Από εδώ ο Γιάννης μας. Ο σύζυγος.”

Η εξαιρετική παρουσία του Γιάννη συμπληρώνεται από μία ζεστή χειραψία “Χάρηκα πολύ Βιτάλια. Καλώς όρισες στην πατρίδα σου! Τι μπορούμε να κάνουμε για σένα;” Αυτή η ερώτηση “Τι μπορώ να κάνω για σένα” μου τρυπάει το κεφάλι. Αυτοί οι τρεις άνθρωποι βοηθούν, ενδιαφέρονται, είναι κοινωνικοί. Ο μόνος που δεν έχει πει ευθέως τη φράση είναι ο κύριος. Αλλά αυτός το έπραξε. Είμαι άραγε τόσο τυχερή;

Ήρθε η ώρα να φύγουμε για φαγητό. Νιώθω την κούραση των δύο ταξιδιών με το αεροπλάνο. Το βιολογικό ρολόι δυσλειτουργεί από τη γρήγορη εναλλαγή νύχτας μέρας. Βασίζομαι σε τρεις ανθρώπους. Ευχαρίστησα για τον καφέ, χαιρέτησα φωναχτά τους συναδέλφους τους και φύγαμε. Οδηγεί ο Γιάννης. Δίπλα του η Μαρία. Πίσω δεξιά ο κύριος και πίσω αριστερά εγώ. Το αυτοκίνητο δεν είναι σαν τα αμερικάνικα. Είμαστε όλοι ψηλοί εκτός από τη Μαρία. Είμαστε στριμωγμένοι. Προορισμός Περαία ή κάπου προς τα εκεί. Παλεύω να δω την πόλη, να δω τι έχει αλλάξει. Το κεφάλι μου έχει μάθει να βλέπει άλλα εδώ και πολλά χρόνια. Στην Αμερική είναι όλα τεράστια. Όπως βλέπει ένα μωρό τον κόσμο. Εδώ είναι όλα μικρά. Οι άλλοτε μεγάλοι δρόμοι της Θεσσαλονίκης έχουν μικρύνει. Το κεφάλι μου παλεύει να σταματήσει να συγκρίνει την Αμερική με τη Θεσσαλονίκη. Θέλω να συγκρίνω τη Θεσσαλονίκη της παιδικής μου ηλικίας με την τωρινή. Πρέπει να γυρίσω στην Ελλάδα. Δεν μπορώ άλλο την Αμερική.

 

Συνεχίζεται….