Φρέσκα

Ο Νίκος Καρούζος των «μεταξωτών ανθρώπων»

Το είχε πει σε μια συνέντευξή του ο αείμνηστος Νίκος Καρούζος: «Μεταξωτοί
άνθρωποι». Μιλούσε για κάποιους χωρικούς που είχε συναντήσει στη Λέσβο.
Αγράμματοι ήταν, αλλά σοφοί. Και, προπάντων, τρυφεροί με τους άλλους. Απαλοί,
χωρίς γωνίες που κόβουν, χωρίς καχυποψία, δίχως έπαρση και επιθετική ειρωνεία που πληγώνει. Μεταξωτοί άνθρωποι …;*

*Πηγή: Γιάννης Τριάντης από το  χρονογράφημα στο περιοδικό «Επίκαιρα», υπό τον τίτλο Μεταξωτοί άνθρωποι

Νίκος Καρούζος, ο ποιητής της Αθήνας

Να έχεις το κύμα να χάνεσαι στο πλήθος
έρημος ώς τα σπλάχνα
δεν τραγουδάς

ανοίγεσαι μεσ’ στη λησμονιά κι ολοένα θυμάσαι
χρόνος αδηφάγος οπού σε κάνει αυξανόμενο νεκρό.
Να έχεις το κύμα να χάνεσαι στο πλήθος
ή ο λαιμός να καίγεται
ποιός άλλος θρίαμβος
των ηττημένων…

Α η χαρά μας είναι τρομερή με τ’ αστέρια
κομματιασμένα σε δροσερό θάνατο.
Κι ο ήλιος κάθε μέρα έρχεται
με ένα παλιό όπλο και πολλές σφαίρες.

Η χαρά, Η έλαφος των άστρων, 1962

Ο Νίκος Καρούζος γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1926. Ο πατέρας και ο
παππούς του, δασκάλοι και οι δύο, θα τον μυήσουν στην αρχαία ελληνική
και χριστιανική πατερική γραμματεία ενώ η μητέρα του θα του
δημιουργήσει μια έντονη ανάμνηση ασφάλειας και τρυφερότητας που θα
την ανακαλεί πάντα μέχρι το τέλος της ζωής του. Γραμμένος ήδη στην
ΕΠΟΝ, θα έρθει στην Αθήνα για να ξεκινήσει σπουδές στην Νομική σχολή
Αθηνών το 1945. Στη συνέχεια θα εξοριστεί στην Ικαρία και θα
ακολουθήσει η Μακρόνησος δύο φορές, την πρώτη ως στρατιώτης
κάνοντας την θητεία του, την δεύτερη ως εξόριστος. Το 1953 θα εκδώσει
την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Η επιστροφή του Χριστού. Η
ποίηση του Νίκου Καρούζου μας συστήνει ευθύς εξαρχής, μια ανέφικτη
προσπάθεια ερμηνείας του κόσμου και της ζωής, μια μάταιη προσπάθεια
εύρεσης νοήματος στην ύπαρξη των όντων μέσα από τη ζωή ή τον θάνατό
τους. Με αφετηρία αυτή την αδυναμία, η ποιητική του θα αποκτήσει μια

πένθιμη παρατηρητικότητα του παρόντος, με συχνά πικρά ειρωνική και
άλλες φορές μεταφυσική ένταση.

Ὁ Δωδεκάλογος τοῦ Καρούζου

( γραμμένο ἀπό τόν Ἠλία Πετρόπουλο στίς 31/8/1994. Δημοσιευμένο στήν

Ἐλευθεροτυπία στίς 19/12/1994)

Μὲ τὸν ἀξέχαστο Νῖκο Καροῦζο εἴμασταν φιλαράκια. Ὁ Καροῦζος μίλαγε (ἤ,
μᾶλλον ἀγόρευε) ὑπέροχα. Ὅταν ἤθελα νὰ τὸν ἀκούσω, κατηφόριζα ὡς τοῦ

Λουμίδη, ὅπου ἦταν βέβαιο πώς θὰ τὸν εὕρισκα πάντα ἐκεῖ. Κάποτε-
κάποτε, καταλήγαμε σὲ καμιὰ ταβέρνα. Ὁ Καροῦζος, πρὶν ἀρχίσει νὰ πίνει,

ἔτρωγε στὰ γεμάτα. Ἔτρωγε σιωπηλός. Μετὰ ζήταγε ἂπ’ τὸ γκαρσόνι νὰ
μάσει τὰ μπάζα, δηλαδὴ τὰ ἄδεια πιάτα καὶ τὰ πιρούνια. Καί, τότε, μόνον
τότε, ξεκίναγε νὰ πίνει καὶ νὰ μιλάει. Ὁ Καροῦζος ἦταν ὡραῖος ἄντρας,
ἀλλὰ δὲν τόξερε. Εἶχε μεγάλη μόρφωση καὶ ἀκόμη μεγαλύτερη
πνευματικότητα. Μίλαγε ἐπὶ παντὸς θέματος: ἀπὸ τὰ ποιήματα τοῦ Καβάφη
μέχρι τὴν ζωγραφική τοῦ Δέρπαπα. Καὶ ὅταν μίλαγε, ἦταν σχεδὸν

γοητευτικός.

Καμιὰ φορά ἐρχότανε σπίτι μου καὶ μὲ ψιλορώταγε γιὰ τὰ βιβλία πού
ἑτοίμαζα. Συνήθως, σκάλιζε τὰ χρωματιστὰ στυλὸ τοῦ γραφείου μου. Καὶ
ἔπειτα καθότανε κι ἔγραφε μικρὰ ποιηματάκια, χρησιμοποιώντας πάντοτε
ἕνα στυλὸ μὲ διαφορετικὸ χρῶμα. Μιὰ μέρα κάθισε καὶ μοῦ ἔγραψε κάτι
λακωνικὲς συμβουλές. Θυμᾶμαι πώς ἔγραφε κατ’ εὐθείαν, δίχως
κομπιάσματα, δίχως νὰ διορθώνει τίποτε. Τώρα, ἔπειτα ἀπὸ σχεδὸν
τριάντα χρόνια, ψάχνοντας τὸ ἀρχεῖο μου, ὅλο καὶ βρίσκω τέτια χαρτάκια
τοῦ Καρούζου. Καὶ ὁμολογῶ ὅτι, συγκινοῦμαι πολύ. Στις 21 Δεκεμβρίου
1971, ξαναῆρθε ὁ Νῖκος Καροῦζος στὸ σπίτι μου. Ἦταν κάπως
τσατισμένος. Ἄρχισε νὰ μοῦ κολλάει, γιατί εἶχα γράψει τὸ βιβλίο μου γιὰ
τὸν Ἐλύτη κτλ. Φαντάζομαι ὅτι ζήλευε, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ κάνω
τίποτα — πολὺ περισσότερο πού ἐκτιμοῦσα ἀπέραντα τὴν ποίηση τοῦ
Καρούζου κι αὐτὸς τὸ ἤξερε κάλλιστα. Δὲν τοῦ εἶπα τίποτα γιὰ νὰ μὴν τὸν
ἐρεθίσω. Καὶ τότε, ξαφνικά, ἔπιασε κι ἔγραψε ἕνα κειμενάκι γιὰ τὸ βιβλίο
μου Ρεμπέτικα Τραγούδια, πού εἶχε δημοσιευτεῖ πρὸ τριετίας. Καὶ σὲ λίγο,
ἔκατσε μπρὸς στὴν γραφομηχανὴ καὶ ἔγραψε τὸν Δωδεκάλογο πού
παραθέτω. Ἐπὶ εἴκοσι χρόνια μάθαινα τὰ νέα τοῦ Καρούζου ἀπὸ τὸν
Φασιανό. Ἄλλωστε, ὁ Φασιανός μοῦ ἀφηγήθηκε πολλὰ γιὰ τὶς τελευταῖες
μέρες τοῦ Ποιητῆ στὸ νοσοκομεῖο. Ὁ Νῖκος Καροῦζος πέθανε, μὰ πάντα
τὸν ἀκούω νὰ μοῦ μιλάει μ’ ἐκείνη τὴν πεντακάθαρη προφορὰ τοῦ Ναυπλίου.

Στὸν Ἠλία Πετροπουλο

1. Νὰ μὴν εἰρηνεύεις ἀνώφελα.
2. Νὰ μὴν πολεμᾶς ἐπίσης ἀνώφελα.
3. Ν’ ἀγαπᾶς τὸν ἥλιο, μὰ ὄχι σὰν θεότητα.

4. Ν’ ἀποστρέφεσαι τὴ σελήνη σὰν ἔδαφος.

5. Νὰ πηγαίνεις καμιὰ φορά στὴν ἐκκλησία, δὲ χάνεις τίποτα.
6. Νὰ θυμᾶσαι λιγάκι τὸ θάνατο, μὰ ὄχι σὰν θάνατο.
7. Νὰ βλέπεις τὴ ματαιότητα καὶ τῆς ἰδέας τῆς ματαιότητας.
8. Νὰ λὲς ἕλληνας καὶ νὰ νιώθεις ἄλλην ὀμορφιά, νὰ μὴ νιώθεις ἑλληνικότητα.

9. Νὰ γράφεις ἀγαπώντας τὸ ἄγραφο.
10. Νὰ στοχάζεσαι πέρ’ ἀπ’ τοὺς στοχασμούς σου.
11. Νὰ μὴν ξεχνᾶς τὴν ὕπαρξη τοῦ Ἀνύπαρχτου.
12. Νάν τὰ διαβάζεις κάθε μέρα τοῦτα.

ΦΩΤΟ 3POINT MAGAZINE