Φρέσκα

Θεσσαλονίκη, η πόλη του έρωτα (6)

της Βιτάλια Ζίμμερ

 

Τζετ λαγκ

 

Δεν ξέρω πώς το έκανα αυτό. Ποτέ δεν έχω μοιραστεί το πιάτο μου με άλλον άνθρωπο. Αυτό το έκανε η μαμά μου με εμένα. Μου αρέσει αυτός ο άνθρωπος, αλλά είναι αδύνατον να πέσεις πάνω σε αυτό που αναζητάς με την πρώτη. Μαθηματικά στέκει αλλά κοινωνικά όχι. Θα δώσω την ευκαιρία στον εαυτό μου κυρίως. 

Το πιάτο είναι στη μέση. Οι κινήσεις μας είναι προσεκτικές. Κόβουμε όσο καλύτερα μπορούμε τα κομμάτια από το ψάρι. Μοιραζόμαστε το καλύτερο κομμάτι. Εκείνος τρώει πιο διστακτικά. Στην ουσία είναι μία υψηλού επιπέδου ανταλλαγή στοματικών υγρών. Το ξέρω και το ξέρει. Το κομμάτι τελειώνει γρήγορα. Θα βάλει ένα ακόμα. Το τέταρτο και τελευταίο. Θα το μοιραστούμε και αυτό. Το κοινό πιάτο μας έχει αναγκάσει να φέρουμε τις θέσεις μας πιο κοντά. Ασυναίσθητα. Κάποια στιγμή χάθηκε ο συγχρονισμός. Τα πιρούνια συγκρούονται. Τα αφήνουμε στο πιάτο. Το βάζω λίγο έτσι ώστε να μπερδευτούν. Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια και πίνουμε κρασί. Τα πιρούνια είναι μπερδεμένα. Θα πάρει το δικό μου και εγώ το δικό του. Το ξέρουμε και οι δύο. Συνεχίζουμε όμως. Μετά εκείνος θα μπερδέψει τα ποτήρια. Θα το κάνει με εμφανή τρόπο. Αν σταματήσω να πίνω θα τελειώσει εδώ.

Συνεχίζουμε κι οι δύο. Είναι σαν να έχουμε φιληθεί. Γινόμαστε αγενείς με το Γιάννη και τη Μαρία. Ας μην τελειώσει αυτό το ψάρι ποτέ, όπως στο γάμο της Κανά. Εκείνος κοιτάζει το σημάδι κάτω από το μάτι μου κι εγώ την αυθεντική άσπρη τούφα στα μαύρα του μαλλιά. Νομίζω ότι, η Μαρία πλέει σε πελάγη ευτυχίας. Οι διάλογοι είναι της πλάκας, αλλά το κοίταγμα όχι. Μιλάμε στα Αγγλικά πλέον. Είμαι κουρασμένη για να μιλάω Ελληνικά. Με ρώτησε όμως, πόσο καιρό θα μείνω στη Θεσσαλονίκη. Τον ρωτάω “Έχεις κάτι κατά νου;” … “Είχα κάτι. Τα σχέδια πρέπει να αλλάξουν” … “Τι θέλεις να κάνεις;” … “Αύριο θα σου πω… Ξεκουράσου με το καλό και θα σου πω…” … “Θα σε ακούσω.”

Το κρασί με έχει καταβάλει. Ειδικά μετά από τέτοιο ταξίδι είμαι σχεδόν ανήμπορη. Παρατηρώ το ζευγάρι. Τον Γιάννη και τη Μαρία. Είναι αγαπημένοι και έχουν τρόπο να αγαπούν και τους άλλους. Τώρα έχουν έρθει πιο κοντά. Η Μαρία έχει γείρει σχεδόν πάνω του. Ο Γιάννης την κρατάει. Η Μαρία είναι μητρική μορφή αλλά φαίνεται ότι δεν έχουν παιδιά. Κάτι συμβαίνει. Δεν θα ρωτήσω ποτέ γι αυτό το θέμα. Η Μαρία μας κοιτάζει. Μας ενθαρρύνει. Είναι σίγουρη. Το βλέπω στα μάτια της. Δυσκολεύομαι όμως να γείρω πάνω του.  Έφτασε η ώρα να φύγουμε. Ζητάμε το λογαριασμό. Θα πληρώσει ο Γιάννης. Δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση. Σηκωθήκαμε. Μου έδωσε το χέρι για να σηκωθώ πιο εύκολα. Το δέχτηκα φυσικά. Ο Γιάννης και η Μαρία ανοίγουν βήμα και περπατούν αγκαλιά προς το αυτοκίνητο. Μας αφήνουν μόνους λίγο πιο πίσω. Απλώνει το χέρι. Θα πάμε αγκαζέ. “Ευχαριστώ…” του είπα. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Είμαι πλέον κουρασμένη. Εχω αγκαλιάσει το τσαντάκι μου και κλείνω τα μάτια. Θα με πάρει ο ύπνος.

Το επόμενο δευτερόλεπτο είμαστε έξω από το ξενοδοχείο. Η Μαρία μου αγγίζει το χέρι. “Βιτάλια, φτάσαμε. Έλα μου…” Σηκώθηκα βαριεστημένα. Δεν βλέπω καλά. Είναι όλα θαμπά. “Πάμε για γλυκό. Χρειάζομαι ένα γλυκό” τους είπα. Καθίσαμε εντός του ξενοδοχείου. Πήραμε τέσσερα γλυκά. Τα πλήρωσε ο Κωνσταντίνος. Μετά από δέκα λεπτά νύσταξα πάλι. Με πήρε ο Κωνσταντίνος και φύγαμε. Μία ξεψυχισμένη καληνύχτα και ένα ευχαριστώ ήταν ότι πρόλαβα να πω. Παίρνουμε τα κλειδιά από τη reception. Με κρατάει. Θα με οδηγήσει στο δωμάτιό μου. “Θέλω μία πολύ μεγάλη χάρη” … “Παρακαλώ”  … “Να βγάλεις τις βαλίτσες πάνω από το κρεβάτι μόνο” .. “Ευχαρίστως”. Έτσι και έπραξε. Φεύγει από το δωμάτιο. Τον συνοδεύω στην πόρτα. “Καληνύχτα Κωνσταντίνε.” … “Καληνύχτα Βιτάλια” … “Ξέρω που θα σε βρω”. Εβγαλα το φόρεμα και το έβαλα στην κρεμάστρα. Έκανα ένα ακόμα ντους, έπλυνα τα δόντια μου και μετά ξάπλωσα. Κοιμήθηκα μέχρι το επόμενο μεσημέρι. Είχα αφήσει τις κουρτίνες ανοιχτές για να μπει το φως της ημέρας. Το τζετ λαγκ είναι αδυσώπητο.

 

Συνεχίζεται…