Καλοκαίρι αγκαλιά μου…11
“Αέρας καλοκαιριού” Διήγημα της Τριαντάφυλλης Πολίτη
Βράδυ ήταν, μ’ ένα φεγγάρι ολόγιομο να κρέμεται από τον ουρανό σαν χρυσό νόμισμα. Ο δρόμος μας είχε βγάλει ψηλά, σε ένα ταβερνάκι στην άκρη του βουνού. Είχαμε φάει από νωρίς και τώρα με την ανάσα δύσκολη και το κεφάλι ζαλισμένο από το κρασί είχαμε ξαπλωθεί στις καρέκλες σαν από Διονυσιακό γλέντι που είχε φτάσει στο τέλος. Το αεράκι χάιδευε τα πρόσωπά μας και ανακούφιζε την αψάδα που είχαν ακόμα από τον ήλιο αλλά και το ποτό. Στο βάθος δυο κανταδόροι με τις κιθάρες τους συνέχιζαν να τραγουδούν με μεράκι τις καλοκαιρινές αγάπες και εμείς από κοντά σιγοντάραμε όσο άνοιγαν τα πνευμόνια μας. Τα γύρω τραπέζια είχαν αδειάσει. Άλλη μια παρέα και εμείς κρατούσαμε το μαγαζί ανοιχτό. Η νύχτα είχε βαθύνει και η μυρωδιά από το γιασεμί μπλεκόταν με της θάλασσας που έφτανε εκεί ψηλά βαριά, από την υγρασία του νησιού και την αλμύρα.
Ξένοιαστα ήταν τότε. Η καρδιά ανάλαφρη και το μυαλό ανέμελο. Τα ρούχα μας ελαφριά. Σορτς, κοντομάνικα και πάνινα αθλητικά που τα σέρναμε από το πρωί στις παραλίες έως το απόγευμα στα πλακόστρωτα για καφέ και φαγητό. Το γέλιο μας δυνατό, από την ψυχή μας και τα μάτια μας δάκρυζαν από την ένταση της χαράς.
Πληρώσαμε το γκαρσόνι και αποφασίσαμε να κατηφορίσουμε περπατώντας. Πιαστήκαμε δυο ή τρεις μαζί, οι μισοί αγκαζέ οι μισοί αγκαλιασμένοι και συνεχίσαμε το τραγούδι και τα γέλια μέχρι που φτάσαμε στην ακρογιαλιά. Αναπολήσαμε την σχολική μας τάξη, τους ιδιαίτερης προσωπικότητας καθηγητές μας και τις ημέρες της πενταήμερης εκδρομής. Καθίσαμε στην άμμο και χαζεύαμε το φεγγάρι που έριχνε το φωτεινό του μονοπάτι καταμεσής της θάλασσας και παίρναμε ανάσες, βαθιές. Αργές, να γεμίζει το στήθος με αέρα και εκπνέαμε κάθε βάρος και κάθε νοσταλγία, κάθε χαμένη αγκαλιά, κάθε φιλί γεμάτο υποσχέσεις. Κάποιοι από την παρέα έβγαλαν τα παπούτσια τους και βούτηξαν στα ήρεμα νερά. Η θάλασσα ήταν ζεστή. Οι υπόλοιποι ανάψαμε μια φωτιά με ότι βρήκαμε στην ακρογιαλιά, για να στεγνώσουν τα ρούχα των βουτηχτάδων και ύστερα ξαπλώσαμε στην άμμο και χαζεύαμε το ουράνιο στερέωμα.
Εκείνες οι Αυγουστιάτικες νύχτες ήταν οι καλύτερες που είχαμε να θυμόμαστε πολλά χρόνια μετά. Ήταν οι πνοές της ζωής μας, των νεανικών μας καλοκαιριών. Λίγο πριν χειμωνιάσει, πριν επιστρέψουμε στην πόλη, πριν βρεθούμε παντρεμένοι με κάνα δυο μικρά ο καθένας μας, να τσιρίζουν τρέχοντας γύρω από τα πόδια μας και να μας θυμίζουν πως σαρανταρίσαμε. Πριν αρχίσουμε να χάνουμε αγαπημένους και οι σκιές βαρύνουν το βλέμμα μας και τη χαρά στην κόρη των ματιών μας. Εκείνο το θαλασσινό αεράκι που μας τραβούσε από τα μύτη και τρύπωνε αιφνιδιαστικά κάτω από μπλούζες και πουκάμισα ήταν η καλύτερη θύμηση της ψυχής μας.
Εκεί κοιτώντας τον ουρανό ξεμείναμε αποκαμωμένοι ως το ξημέρωμα. Ο ένας πλάι στον άλλο, κολλημένοι, με τα πόδια μαζεμένα στο στήθος σαν μωρά, για να προστατευτούμε από την πρωινή δροσιά. Ξυπνήσαμε από το κρώξιμο των γλάρων και τις φωνές των ψαράδων που ετοιμάζονταν να ρίξουν δίχτυα αχάραγα. Η φωτιά είχε σβήσει από ώρα και σε λίγο οι αχτίνες του ήλιου θα ζέσταιναν για τα καλά άλλη μια καλοκαιρινή μέρα. Σηκωθήκαμε αναμαλλιασμένοι, τινάξαμε με τα χέρια τα ρούχα μας και κοιταχτήκαμε. Χαμόγελα πλατιά στα πρόσωπα όλων μας φανέρωναν πως δεν θα την ξεχνούσαμε σύντομα την προηγούμενη νύχτα. Τότε έβγαλα την φωτογραφική μου μηχανή από την τσέπη και είπα σε όλους να κρατήσουν το χαμόγελο στα χείλη τους για λίγο ακόμα, τόσο όσο χρειάστηκε για να αποτυπωθεί στο καρούλι του φιλμ. Και τώρα, κοντά είκοσι χρόνια μετά, ανακατεύοντας τα συρτάρια του γραφείου μου σε ένα γρήγορο ξεκαθάρισμα, βρήκα τη φωτογραφία των φίλων μου να μου θυμίσει μια ακόμα φορά εκείνη την, έτσι και αλλιώς, αξέχαστη νύχτα. Την σήκωσα ψηλά και την κοίταξα στο φως της μέρας. Πόσο διαφορετικοί δείχναμε τότε! Πόσο λαμπεροί και χαρούμενοι παρόλο το ποτό και το ξενύχτι.
Χαμογέλασα και την ακούμπησα στο γραφείο, όρθια μπροστά από το φωτιστικό. Πήρα μερικές ανάσες, βαθιές, σαν να ήθελα να μυρίσω ξανά το γιασεμί, την αλμύρα της θάλασσας και την υγρασία του νησιού. Να γεμίσω τα πνευμόνια μου με αέρα καλοκαιριού και να ξαναγίνω είκοσι χρονών, έστω για ένα λεπτό.
