«Στο ρέμα»
Διήγημα του Μιχάλη Δήμα
❀❀❀
Ο τόπος του δεν φημιζόταν για τις φυσικές του ομορφιές, πέρα από το ρέμα, που διέθετε στην άκρη της πόλης. Και όμως, τα σπίτια τώρα φτάνανε μέχρι εκεί. Οι κάθετοι δρόμοι στην κοίτη του, σταματούσαν απότομα μπροστά του και σε μερικά σημεία υπήρχε περίφραξη. Βρήκε με το ζόρι μια πρόσβαση που οδηγούσε στην όχθη. Κατέβηκε με προσοχή το απότομο πρανές. Πίσω του κατρακυλούσαν πέτρες. Έφτασε στην όχθη λαχανιασμένος, ασθμαίνοντας. Ο πνευμονολόγος τού είχε διαγνώσει ΧΑΠ. Έπρεπε να κόψει το κάπνισμα επειγόντως. Μια κουβέντα είναι γιατρέ, του είχε απαντήσει.
Μια πλατιά λεία πέτρα κάτω από ένα είδος πλάτανου με κόκκινους καρπούς, ήταν ότι έπρεπε για ξεκούραση. Κάθισε και στήριξε την πλάτη του στο δέντρο. Στο μέρος αυτό, αν και καλοκαίρι υπήρχε νερό. Η βλάστηση σχεδόν οργίαζε, κυρίως από καλάμια που θρόιζαν στο απαλό αεράκι που φυσούσε. Έβγαλε τα παπούτσια του και βούτηξε τα πόδια του στο δροσερό νερό. Μια ανακούφιση από την κούραση και μια αίσθηση εφηβικού καλοκαιριού ανέβηκε από τις πατούσες του και τύλιξε όλο του το κορμί. Ξεκοιλιασμένες σακούλες με σκουπίδια είχαν σταθμεύσει σε κάτι χοντρά κλαριά που είχαν πέσει κάθετα στο ρέμα. Πιο πέρα είδε μπάζα και απομεινάρια εγκαταλελειμμένων σπιτιών. Σπασμένα έπιπλα, σκουριασμένα μπουριά από σόμπες και άλλα ετερόκλητα υλικά είχαν πάρει τον κατήφορο για την κοίτη.
Εικόνες άρχισαν να πολιορκούν το μυαλό του. Πριν από πολλά χρόνια, στην πρώτη εφηβεία, μαζί με τα φιλαράκια του είχε κάνει εδώ το πρώτο του τσιγάρο. Στη ζούλα, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα γονιών και καθηγητών. Χώρια τα παιγνίδια και οι σκανταλιές. Μπουγέλα, ξεφύλλισμα πορνοπεριοδικών και γρήγοροι αυνανισμοί εκ περιτροπής πίσω από τις καλαμιές. Και τα δόλια τα βατράχια, που τους βάζανε αναμμένα τσιγάρα στο στόμα και τραβούσαν τον καπνό μέχρι να σκάσουν. Τώρα είναι ένας ευτραφής μεσήλικας, που τον έχει φάει η καθιστική ζωή και ο καθωσπρεπισμός. Μικροαστός του κερατά κατάντησε, πράγμα που σιχαινόταν. Έβριθε το βιογραφικό του από συμβιβασμούς και υπαναχωρήσεις.
Παρατήρησε ότι εδώ το μικροκλίμα ήταν διαφορετικό από της υπόλοιπης περιοχής. Πιο φιλικό στις ανθρώπινες αντοχές. Το ρέμα λειτουργούσε σαν φυσικό air condition. Οι κροκάλες κάτω από το νερό αλλάζανε σχήματα και τα βατράχια ξεσήκωναν τον τόπο. Έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα του. Είχε μείνει ένα τελευταίο. Το άναψε και το κάπνισε αργά, με μικρές ρουφηξιές, να το απολαύσει. Αυτός ευτυχώς μπορούσε να εκπνεύσει τον καπνό και έτσι δεν θα έσκαγε, όπως τα φουκαριάρικα βατράχια. Όταν το τελείωσε, κράτησε τη γόπα ανάμεσα στο δείχτη και τον αντίχειρα και με μια επιδέξια κίνηση την πέταξε στην κοίτη. Πήρε το άδειο πακέτο, το ζούληξε με δύναμη στην παλάμη του και το πέταξε και αυτό αποφασιστικά μέσα. Το παρακολούθησε που πήγε και άραξε μαζί με τις σακούλες λίγο πιο κάτω. Έβγαλε τα πόδια του από το νερό και αφού στεγνώσανε, φόρεσε πάλι τα παπούτσια. Σηκώθηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήξερε ότι ο δρόμος της επιστροφής θα είναι πολύ πιο δύσκολος.
