Φρέσκα

Ιούλιος

της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου (οδοιπορώντας)

 

Το τέλος της εκδρομής τους βρήκε στο κάστρο της Χαλκίδας. Σούρουπο, ο αέρας δρόσιζε την πόλη που είχε δειλά ανάψει τα φώτα της. Οι παρέες των εφήβων φόρτιζαν την ατμόσφαιρα του λόφου με τις φωνές τους. O τάφος του Σκαρίμπα  έστεκε κάπως παράδοξα εκεί, σαν φάρος μοναχός, στην ευκαιρία ενός προσκυνήματος που δεν επεδίωξε. Φυσούσε όμως βοριάς.

«Νάν’ σπασμένοι οι δρόμοι, νά φυσάει ο νότος

κι εγώ καταμονάχος καί νά λέω: τί πόλη!

νά μήν ξέρω άν είμαι –μέσα στήν ασβόλη–

ένας λυπημένος πιερότος!» *

Έκατσαν να διαβάσουν τη «Φαντασία», παλιά συνήθεια από άλλους καιρούς,  εξουθενωμένοι απ’ το πικρό πράσινο των πεύκων του νησιού, τη θάλασσα που είχε χορτάσει τα κορμιά τους και τον αέρα που έσβησε για λίγο τις έγνοιες. «Δεν έχω ξαναδεί τόσα πολλά πεύκα, κι αυτός ο φάρος της Βασιλίνας έτσι βυθισμένος στην άμμο, τη σιωπή και τον αέρα, να αγναντεύει για πάντα την Πελασγία, τι άραγε ορμηνεύει μοναχός;».

«Kι όλο να λες, να λες, στα θάμβη της νυκτός

για ένα —με γυάλινα πανιά— πλοίο που πάει

όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο που πέφτει εκτός:

όξ’ απ’ τον κύκλο των νερών — στα χάη.» **

Το κορίτσι που οδηγούσε τη βάρκα, τους είχε πάει στον τόπο του ναυαγίου, «είναι αξιοθέατο, έρχεται πολύς κόσμος γι αυτό, κι όταν δεν έχει και τόσο κύμα φαίνεται πεντακάθαρα» τους είχε πει. Το κουφάρι του πλοίου έχασκε κάτω από τη πόδια τους σαν τέρας έτοιμο να τους κατασπαράξει, κι ας ήταν πλέον μόνο φωλιά για τις φώκιες που όσο κι αν τις περίμεναν δεν φάνηκαν. Δεν τόλμησε να κοιτάξει. «Είναι τα ναυάγια τρομακτικά, έχουν τρικυμία και κακό και είναι πάντα νύχτα εντός τους. Ας φύγουμε».

Έφαγε τον γερμά που έσταξε τα ζουμιά του πάνω στις πλάκες και πήραν τελικά να φύγουν, είχαν άλλωστε δρόμο ακόμα μπροστά τους. Φυσούσε πάντα. Ο ποιητής συνένεσε.

«Kι όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί

πέρ’ από τόπους και καιρούς έως ότου —φως μου—

(καθώς τρελά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλα η φανταιζί)

βγούμε απ’ την τρικυμία αυτού του κόσμου…» **

 

*απόσπασμα από το ποίημα «Χαλκίδα»

**απόσπασμα από το ποίημα «Φαντασία»