Φρέσκα

Τον Αύγουστο στο Μοναστήρι

της Βιτάλια Ζίμμερ

 

Ο Αύγουστος είναι ιδιαίτερος μήνας για τους Έλληνες. Είναι μήνας εορτών πανηγύρεων και εθιμικά συνδέεται με μία μικρή-προσωρινή ανάπαυλα για μεγάλο μέρος των αγροτικών εργασιών. Είναι ο μήνας που οι Έλληνες θα επισκεφτούν τον τόπο καταγωγής τους. Η κίνηση στο επαρχιακό δίκτυο είναι αυξημένη. Από το τέλος της δεκαετίας του 90, δεν έχει υπάρξει καλοκαίρι που να μην έχω βρεθεί στην Ελλάδα.

Η ιδέα ήταν της στιγμής, δηλαδή έμπνευση. Μετά από beach party, με έντονο χορό και λίγο ευτυχώς αλκοόλ, πεινάσαμε. Επιστρέφουμε στο ταπεινό χωριό όπου μας φιλοξενούν. Στη διαδρομή βλέπουμε μία πινακίδα. “ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ”  Αυτό είναι! Θα πάμε στο μοναστήρι. “Το ξέρω αυτό το μοναστήρι. Είναι ανοικτό για επισκέπτες όλο το 24ωρο τον Αύγουστο!” είπε ο Κωνσταντίνος.  Σταθμεύσαμε στον περίβολο και φόρεσα το φόρεμα για να ικανοποιήσω τον πιο απλό κανόνα. “Παρακαλούνται οι πιστές να είναι ενδεδυμένες ευπρεπώς”. Μας υποδέχθηκαν καλόγριες. Η ώρα είναι 5 τα ξημερώματα. Το μοναστήρι έχει ζωή. Η πρώτη κίνηση είναι να ανάψουμε ένα κερί και να αφήσουμε τον οβολό μας. Επιβάλλεται! Μπήκαμε στο μικρό εκκλησάκι που έχει μία ιστορία τουλάχιστον 400 ετών. Παίρνουμε το κερί μας και ψάχνουμε τη σχισμή για τον οβολό. Δεν υπάρχει! Ναι, είναι γεγονός. Δεν θέλουν χρήματα για να ανάψεις το κερί σου.

Ξεκινάει ο διάλογος με την ηγουμένη

– Που μπορώ να δώσω λίγα χρήματα για το κεράκι μου;

– Δεν πρέπει το χρήμα να εμπλέκεται με την προσευχή και τη μνήμη των νεκρών.

– Σας ευχαριστώ πολύ.

– Από που έρχεστε;

– Από την Αθήνα είμαστε.

– Εσύ κοπέλα μου μιλάς με περίεργη προφορά. Το παλικάρι φαίνεται ντόπιος. Αν θέλετε περάστε στην τραπεζαρία να φάτε κάτι.

– Είμαι Εβραιο-Γερμανίδα.

– Καλώς όρισες κορίτσι μας!

Η αίθουσα της τραπεζαρίας είναι όπως πρέπει. Ελάχιστο φως, άβολες θέσεις, εντυπωσιακό χειροποίητο ξύλινο τραπέζι. Το φαγητό είναι αρνί με πατάτες στο φούρνο. Μία σαλάτα ντομάτα με κρεμμύδι και πράσινη πιπεριά. Το καλύτερο όμως ήταν το μόλις ψημένο ψωμί και το κόκκινο κρασί. Παίρνω το πιρούνι, καρφώνω μία πατάτα και τη βάζω στο στόμα μου προσεκτικά. Δαγκώνω και οι υποδοχείς της γλώσσας δεν εντοπίζουν το άνοστο άμυλο. Η γεύση της πατάτας βρασμένης σε  άφθονο νερό και λάδι, με την ιδανική ποσότητα αλατιού είναι μοναδική. Η ταπεινή πατάτα γίνεται γκουρμέ. Ακολουθεί μία μπουκιά ψωμί και αμέσως μετά η ντομάτα, το κρεμμύδι και η πράσινη πιπεριά. Το λιγοστό λάδι δεν καλύπτει τις γεύσεις των λαχανικών.

Τρώμε σχεδόν άφωνοι και η ηγουμένη που μας συντροφεύει μας μιλάει για την ιστορία του μοναστηριού. Δεν θέλει να μιλάμε και να τρώμε. Μας δίνει χρόνο να φάμε με ευπρέπεια. Κόβω από το λιγοστό κρέας ένα κομμάτι. Τα καρυκεύματα απουσιάζουν. Η γεύση είναι απλή αλλά το βράσιμο στο φούρνο είναι ιδανικό. Τι απομένει; Το κρασί. Μία πρόποση υπέρ υγείας και ειρήνης για όλο το ανθρώπινο είδος και ευχαριστίες για την προσφορά του φαγητού. Η ηγουμένη βρήκε την πρόποση πολύ γενική και αόριστη. Δεν είχε έμμεση ή άμεση αναφορά στα Θεία.  “Να μας έχει ο Θεός όλους καλά και να μας δίνει διαρκώς το Φως” συμπλήρωσε με αυστηρό ύφος. Σαν να μας έκανε παρατήρηση. Κάνει το σταυρό της και περιμένει να δει τι θα κάνουμε κι εμείς. Έπρεπε να είχαμε κάνει το σταυρό μας πριν αγγίξουμε το σερβίτσιο. Θα δεχθώ ένα μικρό χτύπημα με το πόδι από τον Κωνσταντίνο. Κάνει το σταυρό του και κάνω το ίδιο. Διαπιστώνει ότι είμαι Καθολική. Σηκώθηκε ήρθε δίπλα μου και με φίλησε στο κεφάλι.

Η συνέχεια ήταν ακόμα καλύτερη. Ένας ελληνικός καφές στην αυλή, την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος, με τη συντροφιά τους.  Στο τέλος, μας ξεπροβόδισαν με δώρα. Λίγο ψωμί, λίγο κρασί, κομποσκοίνια και μικρές εικόνες. Όλα χειροποίητα και όχι του εμπορίου…

 

Κάθε χρόνο, μετά τις 16 Αυγούστου είμαι εκεί. Για δύο – τρεις ημέρες, ίσως και εβδομάδα. Ξέρουν τα πάντα για εμένα. Με περιμένουν και με υποδέχονται σαν συγγενή τους. Οι αγέλαστες καλόγριες δεν παύουν να είναι κορίτσια! Δεν δέχθηκαν ποτέ χρήματα. Μόνο εθελοντικές εργασίες…

 

Το καλύτερο φαγητό, είναι αυτό που σου προσφέρουν με την καρδιά και την ψυχή!