Η άγρια Μάνη
της Βιτάλια Ζίμμερ
Έχει μεγαλύτερη αξία να ομιλούν με όμορφα λόγια οι ξένοι για τον τόπο σου. Όλοι αγαπάμε τις καταβολές μας και μερικές φορές γινόμαστε τοπικιστές.
Για τους Μανιάτες είμαι αλλοδαπή. Οι Μανιάτες είναι μία ξεχωριστή πάστα ανθρώπων στην Ελλάδα. Ο τόπος, τους έκανε σκληρούς. Ακόμα και οι Μανιάτισσες έγραψαν ιστορία. Δεν χόρεψαν το χορό του Ζαλόγγου. Όπως ήταν με τα δρεπάνια στους αγρούς, κατέβηκαν σαν ένα μαύρο σύννεφο και όρμησαν στις ορδές του Ιμπραήμ. Είναι η μόνη φορά που η περιγραφή του θανάτου με σκληρές εικόνες, δεν με ενοχλεί. Ξεκοιλιασμένοι στρατιώτες, κεφάλια κομμένα, ακρωτηριασμένα πτώματα. Είναι ένα παγκόσμιο έπος, όπου ο εισβολέας ταπεινώνεται από σιωπηλές γυναίκες ντυμένες στα μαύρα.
Ο θάνατος δεν φοβίζει τις ακούραστες εργάτριες της γης και του μόχθου. Ο αμυνόμενος λαός δεν προστατεύει μόνο το χώμα. Προστατεύει και την τιμή του. Προστατεύει τις αξίες του. Προστατεύει αφηρημένες έννοιες και όχι απτές-εμπράγματες, θυσιάζοντας ότι πιο πολύτιμο έχει. Τη ζωή του.
Δεν γνωρίζω την αιτία, αλλά τυγχάνω απίστευτης φιλοξενίας. Κάθε φορά που ταξιδεύω, επιστρέφω με δώρα από τον κόπο τους. Κουνέλια, πορτοκάλια, αγριογούρουνο, λουλούδια, αυγά, κοτόπουλα, λάδι και ελιές γεμίζουν το αυτοκίνητο. Και κάθε φορά που χαιρετώ, ένα δάκρυ κυλάει από τα μάτια τους. Απέκτησα γη στη Μάνη, με πολύ κόπο.
Εκεί θα αποσυρθώ, όταν της νιότης μου τα κάλλη υπάρχουν μόνο σε φωτογραφίες.
Ποίημα του Βασίλη Γ. Βλαχάκου:
Οι Μανιάτισσες
Λεβεντογέννες ξεφαντώνουν στους αιώνες
σερνικομάνες με τ’ αγόρια αρμαθιά
αντρογυναίκες και σκληρές σαν αμαζόνες
με τα δρεπάνια γιαταγάνια και σπαθιά
ουράνιο τόξο, νίκες και κορώνες
η πίστη στην καρδιά τους θάλασσα βαθιά.
Πρόσωπα στεγνά από αρχαία τραγωδία
που τρέχουν με τη μοίρα τους ζαλιά
φωνές που φτάνουν σαν ουράνια χορωδία
χείλη που βγάζουν μια αλλιώτικη λαλιά
χορός που κάνει το μοιρολόι μελωδία
θάνατος και ζωή πηγαίνουν αγκαλιά.
Άνερα στόματα ξερά και πεινασμένα
τα μυστικά τους είναι σ’ όλους φανερά
ένδοξα μέτωπα δαφνοστεφανωμένα
κρατάνε την τιμή τους απίστευτα γερά
μες τη χαρά τα ξεμόνια μονοιασμένα
στου Ματαπά τον πόνο πνίγουν τα νερά.
Στήθη ’πο πέτρα στο γαλάζιο στημένα
αιώνια θηλάζουν την αθάνατη γενιά
χέρια στιβαρά με ρόζους καμωμένα
οργώνουν τις πέτρες με αξίνες και υνιά
μάτια στο χρέος χρόνια καρφωμένα
φυλάνε καραούλι την αδούλωτη γωνιά.
