Φρέσκα

καρτεσιανή λογική

της Μαριαλένας Γκογκίδη

 

Βρίσκομαι σε ένα μπαλκόνι που θυμίζει καμπαρέ. Αν ζούσα στον 19ο αιώνα, ενδεχομένως να ζητούσα από τον Λωτρέκ μια ζωγραφιά.

Παραδίπλα γαβγίζει ένας σκύλος. Πιάνω κουβέντα μαζί του, του εξηγώ την καρτεσιανή λογική περί τάξης, μα με κοιτά με απορία. Αυτή η γοητευτική του αλαλιά με απορροφά για ώρες. Τόσο πολύ που στην τελική δεν με ενοχλεί καθόλου το πρωτόγονο γάβγισμά του.

Επιστρέφω στο αγαπημένο μου βιβλίο, έχει γίνει ένα με το χέρι μου. Ερεθίζομαι από το κιτρίνισμα των μοσχομυριστών φύλλων του. Η παλαιότητά του με ταξιδεύει στο νησί της έκστασης. Αισθάνομαι πως χορεύω σε κάποιο μπαλέτο του Μπεζάρ. Κρατώ την ανάσα μου σαν κόρη οφθαλμού όσο το μοχθηρό, ερωτικό αεράκι γαργαλάει τα βλέφαρά μου.

Έχει ήλιο, από κάτω βρίσκεται η θάλασσα, περιμένει, όπως πάντα. Κάποια εξομολόγηση, κάποιον επίδοξο εξερευνητή που αργότερα θα πνίξει στα σπλάχνα της, κάποιο καράβι που θα ταχταρίσει στα αγριεμένα της άκρα.

Με προκαλεί, δεν τη φοβάμαι. Την προκαλώ και εγώ. Συνεχίζω το διάβασμά μου, ο σκύλος γαβγίζει ακόμα. Μάλλον η καρτεσιανή λογική περί τάξης, δεν τον συγκίνησε.