Η Ρόζα Εσκενάζυ και η…διαδρομή
της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου
Η ώρα είχε πάει 7.30 το απόγευμα. Η νωθρότητα από τη ζέστη του Αυγούστου των 38 βαθμών, μας έκανε να
αισθανόμαστε σαν τις μαρμότες που βγαίνουν από την τρύπα τους μόνο τις δροσερές ώρες. Ωστόσο, ο χρόνος
που κυλούσε άσκοπα και η βαρεμάρα μας ώθησε να ψάχνουμε ιδέες για δραστηριότητα. Μετά από τα πολλά που
πέσανε στο τραπέζι, ξεστομίζω:
– Πάμε να δούμε τον τάφο της Ρόζας, να της ανάψουμε το καντήλι?
– Θυμάσαι που μας είπαν? μου λέει η Έλενα.
– Στο Δεντρό.
– Όχι ρε! Από σίγμα ξεκινούσε το χωριό, νομίζω Σοφικό…
– Δεν υπάρχει περίπτωση, λέω με εκείνη την αδιαπραγμάτευτη βεβαιότητα του Τοξότη! Δεντρό σου είπα, ρώτησα
και τον αδελφό μου και μου είπε τρία χωριά μετά το Ξυλόκαστρο.
– Εγώ θυμάμαι κάτι από σίγμα, μου λέει με αμφισβήτηση…
– Καλά πάμε και θα το βρούμε.
Ξεκινάμε λοιπόν, η ώρα 8.00 το βράδυ, με φουλ τον κλιματισμό στο αυτοκίνητο, παίρνοντας τον παλιό δρόμο
Κιάτου – Ξυλοκάστρου. Ο ήλιος βαίνει προς τη δύση του, οι παραλίες σε όλο το μήκος φίσκα στον κόσμο, πιο πολύ
και από την διάρκεια της ημέρας. Διαλέγω τραγούδια για τη διαδρομή, έχω όρεξη για δημοτικά. «Ο ήλιος κατεβαίνει
και η μέρα σώνεται και ο νους μου από τα σένα δε συμμαζώνεται…», «Για ιδέστε τον Αμάραντο…»,
«Βοχαιτοπούλα, συ που τα έχεις ούλα, μάτια φρύδια και μαλλιά του ντουνιά την ομορφιά…», απόλυτα ταιριαστά με
το μήνα των πανηγυριών που διανύουμε. Το γέλιο στο αυτοκίνητο είναι συνεχές σχεδόν νευρικό, όλα μας φαίνονται
αστεία. Τραγουδάμε, σχολιάζουμε τα πάντα, αυτοσαρκαζόμαστε, βρίζουμε η μια την άλλη και τσακωνόμαστε
συνέχεια για το αν το χωριό ξεκινάει από σίγμα ή από δέλτα.
Φτάνουμε στο Ξυλόκαστρο και αρχίζουμε να μετράμε τα χωριά. Ένα, δύο, τρία και ουπς! το τρίτο δεν είναι το
Δεντρό… «Η αυθεντία της γεωγραφίας έκανε λάθος» σαρκάζει με ευχαρίστηση η Έλενα.
– Σταμάτα, σταμάτα, της λέω, να ρωτήσουμε αυτό τον τύπο μήπως το περάσαμε.
Πλευρίζουμε με το αυτοκίνητο έναν πεζό. Ξανθός, ψηλός, σωματώδης, σαν Βούλγαρος υλοτόμος, με πρόσωπο
κατακόκκινο από το μεθύσι, προσπαθεί να επικεντρώσει το βλέμμα του στο στόμα μου, για να καταλάβει τι του
λέω.
– Γεια σας, το Δεντρό το περάσαμε?
– Το Δεντρό? Τώωωρα είναι πολύ πίσω.
– Πόσο πίσω?
– Το περάσατε, πρέπει να γυρίσετε στο Ξυλόκαστρο και να στρίψετε προς τα επάνω για Τρίκαλα.
– Για Τρίκαλα?
– Ναι είναι επάνω στο βουνό, ορεινό…
– Αααα … εμείς ψάχνουμε ένα παραλιακό Δεντρό…
– Το Δεντρό είναι ορεινό, επαναλαμβάνει με θυμωμένο τόνο.
– Καλά… Δεν μου λέτε, εδώ προς τα κάτω ποια είναι τα επόμενα χωριά?
– Λυκοποριά, Σαρανταπηχιώτικα, Στόμιο.
– Μάλιστα, ευχαριστώ πολύ, στο Στόμιο πηγαίναμε τελικά….
Άναυδος ο Βούλγαρος υλοτόμος….
– Στο έλεγα εγώ, με πρόλαβε η Έλενα με ύφος νίκης στη φωνή της, από σίγμα ήταν το χωριό.
– Εσύ μου έλεγες Σοφικό άσχετη, ανταπαντώ, ξέρεις που είναι αυτό? Στην άλλη πλευρά του νομού, κοντά στην
Κόρινθο…
– Ρε συ, η μούρη του τύπου ήταν σαν βαρελότο έτοιμο να εκραγεί…
– Καλά τον είδες, όλο τα πόδια μας κοίταγε…
– Τι να κάνει και αυτός ο κακομοίρης, δεν τον είδες πως ήταν…
Γέλιο με πιπεράτες λεπτομέρειες που για ευνόητους λόγους δεν συμπεριλαμβάνω και τη Φιλιώ Πυργάκη στο mp3
να ουρλιάζει «Μια Βλάχα, μια παλιόβλαχα…». Από τα πολλά, ξεκινάμε να ξαναμετράμε άλλα τρία χωριά, το
σύνολο έξι από το Ξυλόκαστρο προς Δερβένι. Φτάνουμε εν τέλει στο Στόμιο Κορινθίας, εκεί όπου ενταφιάστηκε η
μεγάλη Ρόζα Εσκενάζυ. Στο κέντρο του υπάρχει ένα καφενείο. Ρωτάμε που είναι το νεκροταφείο.
– Ίσια προς τα επάνω, μας λέει ένας κύριος με άνεργο βλέμμα.
Πρέπει να στρίψουμε προς το βουνό. Αρχίζουμε να ανεβαίνουμε λοιπόν
και βλέπουμε από μακριά τα έργα της νέας Εθνικής Οδού για Πάτρα, τα οποία και φαίνονται ατελείωτα και
αδιαπέραστα. Γέφυρες υπό κατασκευή, βουνά από χώματα, μπάζα, σκόνη μέχρι πνιγμού και άλλες τέτοιες
ενδιαφέρουσες εικαστικές παρεμβάσεις τοπίου. Πριν πέσουμε πάνω στα έργα, λίγο πριν από τον παλιό σταθμό του
τρένου του χωριού, είναι σπίτι με δύο γιαγιάδες σε μια βεράντα.
– Καλησπέρα, για το νεκροταφείο καλά πάμε?
– Όλο ευθεία.
– Είναι μακρυά?
– Όχι, αλλά μην μπερδευτείτε, στην κολόνα της «ΔΕΗΣ» στρίψτε όλο ευθεία.
– Ευχαριστούμε…
Φεύγουμε με απορία…
– Καλά τι είπε? Στρίψτε όλο ευθεία? Κολόνα της ΔΕΗΣΣΣ?
– ΔΕΗΣΣΣ τι δεν καταλαβαίνεις? γενική χρησιμοποίησε. Προχώρα θα το βρούμε…
Φτάνουμε σε τρίστρατο, ακριβώς στις ράγες του τρένου.
– Τώρα τι κάνουμε? λέει η Έλενα.
– Εγώ νομίζω ότι όταν είπε στρίψτε όλο ευθεία, μας έδειξε αριστερά. Στρίψε αριστερά…
Στρίβουμε λοιπόν σε χωματόδρομο, περνάμε ένα αγρόκτημα με άλογα, κινούμαστε μέσα σε πορτοκαλεώνα,
προχωράμε αρκετά, αλλά από νεκροταφείο ούτε λιβάνι. Ξαναγυρνάμε και μπαίνουμε μέσα στο εργοτάξιο της νέας
εθνικής οδού. Από μακριά βλέπουμε μαυροφόρα γιαγιά με λουλούδια. Σημάδι έστειλε ο Θεός! Την ακολουθούμε,
βρίσκουμε και ένα υπόγειο γεφυράκι για να περάσουμε την Εθνική οδό και φτάνουμε στο νεκροταφείο. Ευάερο,
στους πρόποδες του βουνού, με μυτερά πένθιμα κυπαρίσσια και αγναντερό, έβλεπε όλο τον ακίνητο Κορινθιακό
του καύσωνα. Αρκετά μακριά από το χωριό, οι νεκροί δε από τους ζωντανούς είχαν ενδιαμέσως δυο εθνικές οδούς
να τους χωρίζουν, μια παλιά και μια υπό κατασκευή. Στην είσοδο του, μας περιμένει η επιγραφή: «Ότι φτιάξεις και
ότι αποκτήσεις, όλα εδώ θα τα αφήσεις». Πόσο εκλεπτυσμένος ο παπάς της ενορίας, λες και δεν το ξέραμε! Να σαι
καλά ρασοφόρε βρικόλακα!

Ο τάφος της εβραϊκής καταγωγής Σεφαρδίτισσας Σάρας Σκιναζί και μετά το 1976, μόλις 4 χρόνια πριν πεθάνει,
Χριστιανής Ορθόδοξης Ροζαλίας Εσκενάζυ, βρίσκεται όπως μπαίνουμε δεξιά. Εντελώς λιτός, φτωχικός, με έναν απλό σταυρό
με το όνομά της, την επισήμανση από κάτω «Καλλιτέχνης» και την ημερομηνία που απεβίωσε. Σκέφτομαι
κοιτάζοντάς τον, την πορεία αυτής της μεγάλης τραγουδίστριας με την υπέροχη φωνή και την ιδιαίτερη παρουσία,
που ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη για να καταλήξει θαμμένη στο Στόμιο Κορινθίας, στο χωριό του
τελευταίου συντρόφου της Χρήστου Φιλιππακόπουλου.
Ο «Μπασκίνας» όπως τον αποκαλούσε η Ρόζα ήταν πρώην χωροφύλακας και μετέπειτα φορτηγατζής, 25 χρόνια
νεώτερός της και παντρεμένος. Έζησαν μαζί περίπου 30 χρόνια, τη φρόντισε στα στερνά της όταν εμφάνισε
Αλτσχάιμερ και στο τέλος την έθαψε στο χωριό του το Στόμιο. Καντήλι δεν υπήρχε πουθενά για να το ανάψουμε,
εξάλλου μόλις πριν από μερικά χρόνια το 2008 μπήκε σταυρός στο πρόχειρο μνήμα της Ρόζας, με το χενναρισμένο
κατσαρό μαλλί, τα ζωγραφισμένα φρύδια και τα ανατολίτικα σαλβάρια της.
Η Ρόζα τραγούδησε πολλά, ακόμα και δημοτικά. Το «Πρέζα όταν Πιείς» του 1935, στο πλαίσιο των “χασικλίδικων”
ρεμπέτικων του μεσοπολέμου, είναι ένα από τα πιο γνωστά της τραγούδια, όμως με τις πολιτικές νύξεις που
περιείχε λογοκρίθηκε από τον ίδιο τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά. Σε άρθρο του 1937 με υπογραφή Σαβαίμ στο
περιοδικό “Το τραγούδι” διαβάζουμε, με ειρωνία ίσως:
«Το Υφυπουργείον Τύπου και Τουρισμού έθεσε φραγμόν στις διάφορες αηδίες που άκουγε κανείς από τα
μεγάφωνα των καφενείων και των εξοχικών κέντρων. Τα “χασίσια”, τα “μπουζούκια”, οι “λουλάδες” και οι
“αργιλέδες”, οι ακατάληπτες ρεμπέτικες εκφράσεις που είχαν πλημμυρίσει όλην την Ελλάδα, από της
στιγμής που γράφονται οι γραμμές αυτές ανάγονται πλέον ανεπιστρεπτί στην ιστορίαν του θλιβερού
παρελθόντος. Στο εξής δεν θα μπορή ο κάθε “τυχαίος” να πιάνη ένα μουσικό πεντάγραμμο και αρπάζοντας
από τα μαλλιά ένα οποιοδήποτε μοτίβο μουσικό κάποιου …συγχωρεμένου σαντουριέρη να το σερβίρη για
δημιουργία μοντέρνα! Ούτε και ένας οποιοσδήποτε (κουρέας, μεσίτης οικοδομών, ψαράς, ταβερνιάρης) θα
παίρνει στα χέρια του ένα κομμάτι χαρτί και θα γράφη αντιαισθητικούς στίχους. Το κράτος έδωσε επιτέλους
και σ΄ αυτήν την υπόθεσι, την πρέπουσα λύσι. Θα γράφουν εκείνοι που πρέπει και μπορούν να γράφουν.
Εκείνοι που είναι ειδικοί και “επαγγελματίαι”…»
Μείναμε για λίγο ακόμα να δούμε τη θέα και το ηλιοβασίλεμα από το λόφο και σκεφτόμουν αυτή τη χοντροκομμένη
επιγραφή στην είσοδο και όλο το ταξίδι που κάναμε για να φτάσουμε ως εκεί. Τα γέλια της διαδρομής, την καλή
διάθεση, τα τραγούδια που ακούσαμε ή είπαμε στο δρόμο, τις αναποδιές και τις συναντήσεις που είχαμε με
ανθρώπους, τα μπερδέματα, την περίεργη ιδέα να πάμε αντί για μπάνιο όπως όλοι, στο νεκροταφείο του Στομίου
για τη Ρόζα και την τελική πραγματοποίηση μιας ιδέας που είχαμε για πάνω από δύο μήνες.
Αυτό λοιπόν που μου έμεινε σαν αίσθηση από όλη αυτή την περιπέτεια, είναι ότι η επιγραφή στην είσοδο παρόλο
τον κυνισμό της είναι απόλυτα αληθινή. Ωστόσο, το ταξίδι ως εκεί έτσι όπως εξελίχθηκε, μου απέδειξε με τον πιο
σαφή και απλό τρόπο, ότι το μόνο που αξίζει στη ζωή είναι η διαδρομή, αρκεί να κάθεσαι όσο πιο αναπαυτικά
μπορείς και να την απολαύσεις…
Αναδημοσίευση imaginistes
