Ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ τον Αύγουστο
της Βιτάλια Ζίμμερ.
Εγκαταλείψαμε τις Κυκλάδες μία ημέρα νωρίτερα. Το πλάνο έλεγε Πήλιο. Περισσεύει μία μέρα. Δεν θέλω να μείνω στην Αθήνα. Λείπω από το σπίτι μου από το Μάρτιο. Δεν μου έχει λείψει καθόλου. Πήγαμε, φάγαμε, ξαπλώσαμε λίγο αλλά δεν κοιμήθηκα πολύ. Θα οδηγήσω εγώ, γιατί η Σάρα ανέλαβε το σκάφος όπως πάντα.
Φτάσαμε στο Βόλο επιτέλους. Πάμε προσεκτικά προς τα τσιπουράδικα. Ένας ζητιάνος μας σταματά. Είναι σε άθλια κατάσταση. Φαγητό. Θέλει φαγητό και τσιγάρα. Δεν ζήτησε τσιγάρα αλλά μαζεύει υπολείμματα άλλων. Δύο ρουφηξιές και μετά πάει σε άλλο τραπέζι. Οι σερβιτόροι τον διώχνουν. Κάτι πρέπει να κάνουμε. Στεναχωριέμαι. Είμαι ικανή να του λύσω το πρόβλημα για σήμερα και για αύριο και για ένα μήνα ακόμα. Ίσως και για ένα χρόνο. Όμως δεν λύνεις το πρόβλημα σε κοινωνικό επίπεδο και μαζικά. Είναι κουρασμένος. Η κούραση δεν είναι της ημέρας, είναι της ζωής. Αυτός ο άνθρωπος κάποτε είχε έναν γονέα, συνήθως μια μάνα που τον φρόντιζε. Μετά, στο δρόμο… Αδέσποτος.
Πρέπει κάτι να κάνουμε. Το κάναμε. Δεν είναι αρκετό ποτέ. Πρέπει να λύσεις το πρόβλημα οριστικά και για όλους. Αδυνατούμε. Ίσως αύριο βοηθήσει κάποιος άλλος. Μακάρι. Το κεφάλι μου κάνει ένα μεγάλο flash back.
Το ίδιο συμβαίνει κάθε βράδυ στο κέντρο της Αθήνας. Δεκάδες άστεγοι κοιμούνται σε στοές στα πεζοδρόμια. Είναι Δεκέμβριος του 2019 και περπατώ με τα πανάκριβα ρούχα της εργασίας μου ενώ με συνοδεύουν δύο συνάδελφοί μου. Τα αρώματά μας εκλύονται στον ανοιχτό χώρο. Προορισμός το μπαρ Galaxy. Θα περπατήσουμε την οδό Σταδίου. Τους είδαμε όλους. Δεν είναι ένας, είναι πολλοί. Χαρτοκιβώτια απλωμένα στο πεζοδρόμιο, κουβέρτες βρώμικες, αποφάγια διάσπαρτα. Η μόνη συντροφιά τους κάποιες γατούλες ή σκυλιά. Σταματάμε, ρωτάμε το γιατί. Έχουν στέγη στο Δήμο Αθηναίων αλλά πρέπει να επιστρέφουν νωρίς για ύπνο. Επιλέγουν την απόλυτη ελευθερία για να μπορούν να αποκομίσουν κάποιο χρηματικό όφελος τη νύχτα. Έχουν ένα ελάχιστο εισόδημα τη νύχτα. Ξέρω τι κάνουν. Το ίδιο συμβαίνει σε όλο τον κόσμο. Μαζέψαμε όσους μπορούσαμε εκείνο το βράδυ. Κάτι κάναμε, για μια νύχτα όμως. Όχι για πάντα. Κάνει κρύο. Μπορεί να πεθάνουν.
Το καλύτερο ποτό της Αθήνας, δεν κατεβαίνει εύκολα. Νιώθω απαίσια. Ήμουν πάμπτωχη, μα ποτέ άστεγη. Ήμουν πάντα καθαρή, ποτέ βρώμικη. Πάντα με φρόντιζαν οι δικοί μου. Κάνει πολύ κρύο απόψε. Εγώ είμαι στη ζέστη του μπαρ. Κι αν βγω έξω, θα κρυώνω μέχρι να πάω στο αυτοκίνητο. Και μετά στο σπίτι, θα κοιμηθώ στα καθαρά μου σεντόνια σχεδόν χωρίς ρούχα επειδή το σπίτι μου είναι ζεστό. Κρυώνω κι εγώ τώρα. Από ντροπή όμως. Είμαι άδικη. Σε λίγες μέρες όταν θα τρώω και θα τσουγκρίζω το ποτήρι μου, δεν θα θυμάμαι. Ντροπή. Είναι μεγάλη ντροπή. Μας χωρίζει ένα τζάμι. Ένα πολύ λεπτό και διάφανο τζάμι με μία υποτυπώδη κουρτίνα, χωρίζει δύο κόσμους. Μόλις λίγα χιλιοστά είναι αρκετά. Τόσο απέχει ο πλούτος από τη δυστυχία.
Είναι καλοκαίρι ακόμα και ο ζητιάνος του Βόλου μου θύμισε το δυνατό κρύο της χειμωνιάτικης Αθήνας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν κρυώνουν μόνο το χειμώνα. Κρυώνουν και το καλοκαίρι. Κρυώνουν από την έλλειψη φροντίδας και αγάπης. Κρυώνουν οι απόκληροι και οι περιθωριοποιημένοι. Οι ψυχές τους κρυώνουν και βασανίζονται. Όχι μόνο το πληγιασμένο κορμί τους.
Αλλαγή σχεδίων. Μία λύση υπάρχει. Στο τραπέζι μας. Ένα γρήγορο check θερμοκρασίας και λαιμού πριν κάτσουμε μαζί. Έτσι με τσαμπουκά όπως είπε η Σάρα. “Βρωμάω” … “Έτσι γουστάρουμε εμείς. Να βρωμάμε.” είπε η Σάρα. Οι σερβιτόροι δυσανασχετούν αλλά δεν τολμούν να πουν το οτιδήποτε και καλά κάνουν. Η Σάρα είναι σε περίεργη κατάσταση. Είναι σε attack mode. Τώρα, τα χρήματα που έχουμε στις τσάντες μας θα αποκτήσουν νόημα. “Έλα δω. Πάρε και πήγαινε να αγοράσεις μία κούτα τσιγάρα για τον κύριο. Τι μάρκα θες;” Έκπληκτος ο σερβιτόρος και αιφνιδιασμένος πήγε. Μας έφερε σχεδόν αμέσως τα τσιγάρα και τα ρέστα. “Έλα δω. Αυτά δικά σου” του είπε η Σάρα.
“Τι λαχταρά η ψυχή σου να φας;” … “Κρέας…” ψέλλισε. “Μόνο αυτό; Δεν θες κάτι άλλο; Πατάτες, σαλάτα, μπύρα;” τον ρώτησε η Σάρα. “Και πατάτες και ψωμί. Και μία σαλάτα με πολύ λάδι, να βουτήξω” … “Το θες ψημένο το ψωμί;” … “Ναι…”
Κεφτέδες, κολοκυθάκια, σαλάτα, πατάτες, φέτα, μπριζόλες, μπύρες και αρκετό ψημένο ψωμί. Είχα όρεξη για ψάρι αλλά τελικά διαλέξαμε ότι διάλεξε κι εκείνος. Η Σάρα ζήτησε ένα επιπλέον πιάτο. Έκοψε την μπριζόλα της και κράτησε το κόκκαλο. Το υπόλοιπο το έβαλε στο πιάτο. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Αυτά, θα τα πάρει μαζί του φεύγοντας…
Αφού έφαγε, σηκώθηκε, πήρε σε μια τσάντα ότι αφήσαμε στο επιπλέον πιάτο, ευχαρίστησε για τη συντροφιά και λίγο πριν αποχωρήσει, του είπα μία τούρκικη ευχή που ξέρουν λίγοι και καλοί.
“Μακάρι, αυτή η στιγμή, να είναι η χειρότερη της υπόλοιπης ζωής σου.”
