Ο εξωγήινος
της Βιτάλια Ζίμμερ
Είναι μερικές φορές που τίποτα δεν κυλάει όπως προστάζουν οι νόμοι της κοινωνίας. Γνωρίζεις έναν άνθρωπο και κάποια στιγμή γνωρίζεις τους γονείς του. Η σχέση έγινε επίσημη γρήγορα και με πολύ όμορφο τρόπο. Αμέσως μετά, γνώρισε τη μαμά μου και τον κύκλο των φίλων και σχεδόν συγγενών της Θεσσαλονίκης. Ο μπαμπάς μου δεν ζει. Τον έχασα όταν ήμουν μόλις 12 ετών. Εκείνος είναι από την Αθήνα.
Γνώρισα πρώτα τους φίλους του. Είναι πολύ αγαπητός στους φίλους του και τους συναδέλφους του. Είναι μία διάνοια, στην εργασία του αλλά και στις κοινωνικές σχέσεις. Μέχρι εκεί. Ιδιωτικά είναι περίεργος. Που είναι οι γονείς; Έχει αδέρφια; Δεν μιλάει ποτέ γι αυτό. Δεν έχω μάθει τίποτα. Καταλήξαμε στην Αθήνα. Ζήτησα να γνωρίσω τους γονείς του.
– Είσαι εξωγήινος;
– Γιατί το λες αυτό;
– Δεν έχεις συγγενείς; Θέλω να δω τους γονείς σου. Υπάρχει κάποιο θέμα;
– ΟΚ. Απόψε στο σπίτι μου.
Η όψη του είναι περίεργη. Σκέφτεται πολύ γρήγορα. Πώς γίνεται ενώ δεν γνωρίζω τίποτα, να έχει τη δυνατότητα να ενορχηστρώσει μία οικογενειακή συνάντηση σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα; Είμαι περίεργη….
Το βράδυ, θα πάω με ταξί με τη μαμά μου στο σπίτι του. Χτυπάμε το κουδούνι. Η πόρτα ανοίγει. Μπαίνουμε στο διάδρομο και μετά στο ασανσέρ. Φτάνουμε στον όροφο. Η πόρτα του διαμερίσματος είναι ανοικτή. Ησυχία. Απόλυτη ησυχία. Μπαίνουμε μέσα με τα δώρα μας. Ένα για το σπίτι, ένα για εκείνον, ένα για την μαμά του και ένα για τον μπαμπά του.
Είναι μόνος και το τραπέζι έτοιμο με 5 σερβίτσια. Θα βρίσκονται στο άλλο δωμάτιο ή στο μπαλκόνι.
“Καθίστε. Θα φέρω ένα ορεκτικό να πιούμε.”
Καθίσαμε κάπως διστακτικά. Η Αντρέα μου κάνει νόημα να ηρεμήσω. Φέρνει το απεριτίφ και γεμίζει 5 ποτήρια κρυστάλλινα, λεπτά. Φεύγει και πάει στο 2ο υπνοδωμάτιο. Επιστρέφει με τα χέρια πίσω στην πλάτη του. Κρατάει δύο κορνίζες.
“Ο μπαμπάς και η μαμά.”
Τις έβαλε επάνω στην τραπεζαρία, δίπλα στα ποτήρια.
Δεν είναι εξωγήινος. Αλλά και να ήταν, το ίδιο τον αγαπώ. Τώρα, ακόμα περισσότερο…
