Φρέσκα

Θεσσαλονίκη, οδός Τσιμισκή

της Βιτάλια Ζίμμερ.

Οι άνθρωποι έχουν την τάση να θυμούνται τα άσχημα. Η ζωή είναι αληθινή όταν υποφέρεις. Εάν ήταν ιδανική, τότε θα ήταν όνειρο. Τότε θα ζούσες στο Μάτριξ.

Θυμάμαι, μικρό κορίτσι στη Θεσσαλονίκη. Όλες οι αγορές για το σπίτι και για εμάς γίνονταν σε καταστήματα της παλαιάς αγοράς και της Εγνατίας. Θέλαμε υποδήματα; Στα Γιουγκοσλαβικά της Εγνατίας. Δεν ήταν γνωστές φίρμες αλλά ήταν γερά. Θες κλωστές υφάσματα και είδη ραπτικής; Στοά Μαλακοπή. Θες μπουφάν, παντελόνια, υποκάμισα; Εγνατία. Θες τσάντες; Εγνατία.

Η Εγνατία δεν είχε πανάκριβες βιτρίνες. Οι τζαμαρίες ήταν ακόμα με στόκο και μεταλλικό πλαίσιο. Κρεμούσαν απέξω διάφορα ρούχα, σαν παζάρι. Έμπαινες μέσα και έβρισκες τα πάντα, σε καλύτερες τιμές. Η λέξη φίρμα, ήταν άγνωστη. Από το 1983 και μετά, όλοι ανακάλυψαν τα Adidas και τα Nike όπως και πολλές άλλες φίρμες. Ξαφνικά τα παιδιά, άρχισαν να συζητούν για τα ρούχα τους. Εγώ όχι. Έφευγα. Δεν είχα τη δυνατότητα να συζητήσω. Τι να δείξω; Τι να πω;

Θυμάμαι τις βόλτες στη Θεσσαλονίκη με τη μαμά μου. Η βόλτα στην Τσιμισκή ήταν ωραία. Έβλεπες αστραφτερές βιτρίνες με πολύ ωραία ρούχα. Τζιν πανάκριβα, πουκάμισα YSL, μπλούζες Polo. Ωραία αλλά δυστυχώς ακριβά ρούχα. Δεν υπάρχει και ο Κατράντζος. Κάηκε. Μόνο εκεί έβρισκες κάτι που μπορούσες να πληρώσεις στην Τσιμισκή. Στρίβουμε… Πλατεία Αριστοτέλους. Μία όαση για ένα παιδικό βλέμμα. Μαλλί της γριάς, κάστανα ή καλαμπόκι ανάλογα την εποχή. Ούτε εδώ θα σταματήσουμε. Δεν πειράζει. Θα γυρίσουμε από την Νίκης, δίπλα στη Θάλασσα. Το μπλε εξημερώνει. Η θέα της θάλασσας λειτουργεί στο υποσυνείδητο. Είναι η διαφυγή του βλέμματος, της ψυχής και καλλιεργεί το ελεύθερο πνεύμα. Η βόλτα στην Τσιμισκή σε βοηθά να παραμείνεις εντός της κοινωνίας. Συναντάς γνωστούς. Είσαι εκεί, υπάρχεις. “Σας είδα χθες στην Τσιμισκή”. Κανείς δεν γνωρίζει αν αγόρασες κάτι. Ένα σύνδρομο μόλις γεννήθηκε.

Πολλά χρόνια μετά, θα ξανακάνω τις βόλτες μου με το ταίρι μου στην Τσιμισκή. Τώρα, μπορώ να αγοράσω ότι θέλω. Κι όμως, δεν υποκύπτω. Τα έχω όλα. Γιατί να αγοράσω κάτι; Έχω ότι χρειάζομαι. Θέλω όμως να κλείσω και αυτήν την υπόθεση. Πρέπει να πληρώσω κάτι όσο όσο. Το είδα! Ένα μεταξένιο φουλάρι. Είναι πολύ ωραίο! Μπήκαμε στο κατάστημα.

– Τι θα θέλατε;

– Θέλω να δω αυτό το φουλάρι.

– Βεβαίως. Είναι μετάξι.

– Να το δω.

– Πρώτη φορά έρχεστε στο κατάστημά μας;

– Ναι, ε όχι, περίπου…

– Είστε από τη Θεσσαλονίκη;

– Ναι. Θα το πάρω. Είναι δώρο.

– Μα δεν σας είπα την τιμή.

– Θα το πάρω. Πείτε μου.

– Είναι λίγο ακριβό αλλά είναι η καλύτερη ποιότητα.

– Πείτε μου, πόσα θέλετε;

– Κοστίζει 45.000 δραχμές. Σας είπα, είναι πολύ ακριβό.

– Πάμε στο ταμείο. Παρακαλώ ετοιμάστε το για δώρο.

Επιστρέφω για πρώτη φορά στη ζωή μου με τσάντα από την Τσιμισκή. Αυτή τη φορά στο ξενοδοχείο και όχι στο σπίτι μας. Χτυπάω στο δωμάτιο της Αντρέα, της μαμάς μου. Το φουλάρι είναι για την Αντρέα. Της το δίνω μαζί με μία αγκαλιά και ένα φιλί. Ανοίγει νευρικά το καλαίσθητο χάρτινο κουτί που έχει διπλωμένα προσεκτικά το φουλάρι. Το ξεδιπλώνει και επιτέλους εκδηλώνει θαυμασμό και χαρά. Μία ακόμα αγκαλιά, πιο σφικτή και μεγαλύτερης διάρκειας. Με ευχαρίστησε.

“Από την Τσιμισκή;” με ρώτησε. “Ναι, από την Τσιμισκή!”

Έπρεπε να μεγαλώσω, να γίνω από μικρό κορίτσι γυναίκα, για να καταλάβω. Δεν είχα μόνο εγώ το παράπονο. Το είχε και η Αντρέα…

Αντρέα, σ’ αγαπώ πολύ…