Μία καινούργια αρχή
της Βιτάλια Ζίμμερ.
Οι σχέσεις του με τα παιδιά του δεν διορθώθηκαν ποτέ μετά το χωρισμό. Είναι τυπικές έως ψυχρές. Βοήθησε τα παιδιά του όσο μπορούσε αλλά η πλύση εγκεφάλου από τους συγγενείς της γυναίκας του, έκανε πολύ μεγάλη ζημιά στη σχέση τους. Προσπάθησε μάταια να εξηγήσει αλλά δεν τα κατάφερε ποτέ.
Κάθε μέρα αγόραζε ένα σάντουιτς με λίγο ζαμπόν τυρί και ντομάτα. Ήταν χρόνια πελάτης και του το χρέωναν σχεδόν στο κόστος. Έπαιρνε και τον ελληνικό καφέ που έφτιαχνε στο σπίτι και πήγαινε στο παγκάκι της πλατείας. Εκεί έτρωγε το πρωινό του. Αυτή ήταν η ημερήσια βόλτα του. Τα χρόνια πέρναγαν και το μόνο που άλλαζε ήταν ο ίδιος. Πιο κουρασμένος, πιο γερασμένος και πιο απομονωμένος.
Ώσπου μια μέρα άκουσε ένα νιαούρισμα. Μία γατούλα του δρόμου, έχει γεννήσει πρόσφατα. Του ζητάει λίγο φαγητό. Ο Γιώργος την κοιτάζει στα μάτια. Ξανά νιάου. Ανοίγει το σάντουιτς και βγάζει το τυρί και το ζαμπόν. Κόβει ένα κομμάτι και το δίνει στη γατούλα. Εκείνη, δεν δίστασε, το δάγκωσε αμέσως και πήγε λίγο πιο μακριά. Το έφαγε. Ξανά νιάου. Άλλο ένα κομμάτι. Όταν τελείωσε όλο το ζαμπόν και το τυρί ένιωσε λύπη που δεν έχει άλλο να της δώσει. Σκέφτηκε να σηκωθεί να πάρει ένα ακόμα σάντουιτς αλλά το μετάνιωσε. Πήγε και πήρε λίγο ζαμπόν από ένα μίνι μάρκετ. Η γατούλα είχε φύγει. Ένιωσε πολύ άσχημα.
Την άλλη μέρα, ξανά τα ίδια. Η γατούλα του ζητάει φαγητό. Ο Γιώργος βγάζει ένα μικρό δοχείο που έχει μέσα τρεις φέτες ζαμπόν. Της δίνει τη μισή. Λίγο λίγο η γατούλα τις έφαγε όλες. Εκείνη τον ευχαρίστησε τρίβοντας το σώμα της στο πόδι του. Χμμμ, καλά πάμε, είπε.
Οι μέρες περνούσαν και η γατούλα καθόταν δίπλα του. Κάποια στιγμή, τα δύο μικρά της μεγάλωσαν και τα έφερε μαζί. Ο Γιώργος ήξερε. Είχε παλιά γάτα και τη στερήθηκε επειδή δεν άρεσε στην γυναίκα του. Έριξε ένα κομμάτι κάτω. Το έφαγαν. Προχώρησε μερικά βήματα. Άλλο ένα κομμάτι. Το έφαγαν και αυτό. Έφτασε στο σπίτι του. Η γατούλα με τα μικρά της είναι στην αυλή. Έριξε και το υπόλοιπο. Αυτό ήταν. Οι γατούλες έμειναν εκεί. Ήξεραν ότι θα βρίσκουν λίγο φαγητό χωρίς κόπο.
Στην πρώτη βροχή, τα λυπήθηκε τα ζωντανά. Τα έβαλε μέσα στο σπίτι του. Μπήκαν αμέσως και έπιασαν τις καλύτερες θέσεις στον καναπέ-κρεβάτι. Ξάπλωσε κι ο Γιώργος αφού τις παραμέρισε. Εκείνες μετά ανέβηκαν πάνω του, όπου μπορούσαν. Ένα γουργουρητό ευχαρίστησης γέμισε το χώρο. Ο Γιώργος αποκοιμήθηκε. Ευχαριστήθηκε τον ύπνο του. Απέκτησε ξανά παρέα. Μιλάει σε κάποιον και εκείνος απαντά, έστω με νιαούρισμα. Επικοινωνία είναι και αυτή. Έχει κάποιον να τον ακουμπά, να τον αγγίζει χωρίς να θέλει να του κάνει κακό.
Ο χειμώνας πέρασε και η άνοιξη ξεπροβάλει. Και οι τέσσερις είναι πιο δραστήριοι, πιο χαρούμενοι. Η βόλτα στο παγκάκι της πλατείας συνεχίζεται. Η περίεργη οικογένεια τον ακολουθεί κάθε μέρα. Μία κυρία με μελαγχολικό ύφος τον παρατηρεί. Βλέπει ότι ο Γιώργος είναι χαρούμενος, μιλάει στις γατούλες και τις ταΐζει. Τον πλησίασε.
- Καλημέρα σας. Λατρεύω τις γάτες.
- Ήρθατε στο σωστό παγκάκι. Παρακαλώ καθίστε μαζί μας!
- Ευχαριστώ.
- Είμαι ο Γιώργος
- Είμαι η Μαίρη. Χάρηκα!
Η παρέα μεγάλωσε… για πάντα…
