Φρέσκα

Έριδες κι αέρηδες…ηχώ

της Βιτάλια Ζίμμερ.

 

Αναζητούσε την τύχη του έχοντας στα χέρια αυτό το περίεργο μαύρο βαλιτσάκι. Είχε κάτι χρήματα αλλά αυτά τελειώνουν. Πρέπει οπωσδήποτε να βρει εργασία. Είναι μόνος, δεν έχει κανέναν να τον βοηθήσει. Μα όλες οι πόρτες είναι κλειστές. Κάποτε ήταν καλός, τον ήθελαν όλοι. Μα και τώρα είναι καλός αλλά δεν έχει πέραση το είδος του. Τώρα κυριαρχούν άλλα μοτίβα. Είναι ξεπερασμένος, απευθύνεται σε λίγους και οι λίγοι τώρα είναι κρυμμένοι.

Τα χρήματα σχεδόν τελείωσαν. Αύριο θα κάνει κάτι διαφορετικό. Αύριο θα είναι μία εντελώς διαφορετική ημέρα.

Έβγαλε ένα εισιτήριο για το λεωφορείο. Μπήκε μέσα, ντυμένος και περιποιημένος όπως πάντα. Δεν έχει αποσκευές. Έχει μόνο το μαύρο βαλιτσάκι του. που το στηρίζει στα γόνατα σαν μωρό. Το κρατάει και με τα δύο χέρια. Δίπλα του κάθετε μία κυρία που μιλάει πολύ. Της γνέφει συνέχεια με χαμόγελο και καταφατικά, μήπως και καταλάβει ότι πρέπει να σταματήσει να τον ενοχλεί.

Οι ώρες περνούν κι εκείνος κοιτά από το παράθυρο το τοπίο. Ένα τοπίο με εναλλαγές χρωμάτων από τα αυτοκίνητα του αντίθετου ρεύματος με φόντο το πράσινο-μπλε βουνό. Φτάνει στον προορισμό του και παίρνει ταξί. Ενοικίασε ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο που το μπαλκόνι του βλέπει στο χάος. Είναι ένα πολύ ωραίο και σχετικά ακριβό ξενοδοχείο, χτισμένο επάνω σε έναν βράχο. Είναι ότι πρέπει για στοχασμό.

Το βράδυ θα κατέβει στην τραπεζαρία και θα παραγγείλει ένα πολύ ζουμερό μισοψημένο φιλέτο μοσχαριού με συνοδεία κόκκινου κρασιού. Κάθεται μόνος στο τραπέζι και τρώει αργά. Απολαμβάνει την κάθε μπουκιά που κόβει σχεδόν με τελετουργικό τρόπο, με το ειδικό κοφτερό μαχαίρι. Στο τέλος θα τοποθετήσει το μαχαίρι και το πιρούνι σε παράλληλη διάταξη και παράλληλα με αυτόν. Το δείπνο ήταν τέλειο.

Ζητάει το λογαριασμό και πληρώνει με μετρητά. Επιστρέφει στο δωμάτιό του και πάει στο μπάνιο. Θα απολαύσει ένα ζεστό χαλαρωτικό ντους για αρκετή ώρα. Θα ξαπλώσει γυμνός στα πεντακάθαρα σεντόνια και θα κλείσει τα μάτια του ευχαριστημένος.

Στις 3 το πρωί θα σηκωθεί ξανά. Θα ξυριστεί και θα ντυθεί κανονικά, όπως κάνει κάθε μέρα. Ανοίγει την πόρτα του μπαλκονιού και βγαίνει έξω καλοντυμένος με το μαύρο βαλιτσάκι στο χέρι. Το ακουμπά στο τραπεζάκι και το ανοίγει. Μία τρομπέτα λάμπει εκτυφλωτικά από το φως του φεγγαριού. Τη χαϊδεύει, την καθαρίζει με το ειδικό πανί για να είναι ακόμα πιο αστραφτερή. Τη βάζει στο στόμα. Φυσάει… σολ. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, η ηχώ απαντά. Σολ. Χμμμ. Χωρίς παραμόρφωση και με μεγάλη καθυστέρηση… Ένα τρίηχο ακολουθεί. Η ηχώ απαντά μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Πρέπει να βιαστεί, θα ξυπνήσει τους υπόλοιπους ενοίκους του ξενοδοχείου.

Είναι όλα έτοιμα εκτός από μία λεπτομέρεια. Ρίχνει μέσα στο μαύρο βαλιτσάκι 110 ευρώ, τα τελευταία του, όσο ακριβώς στοιχίζει το δωμάτιο. Τώρα είναι έτοιμος. Ξεκινάει να παίζει το σιωπητήριο, αργά πολύ αργά. Οι παύσεις είναι μεγάλες. Περιμένει την ηχώ και κεντάει τους ήχους μαζί με τη φύση. Ολοκληρώνει το περίφημο μουσικό κομμάτι, βάζει γρήγορα την τρομπέτα στο μαύρο βαλιτσάκι και ορμάει στο κενό, αητός να γίνει μες τη νύχτα. Κι όσο εκείνος ίπταται, η ηχώ παίζει ακόμα τις νότες τις δικές του.

Αυτό είναι … εγώ θα είμαι πια νεκρός και η μουσική μου θα με συνοδεύει…