Φρέσκα

Έριδες κι αέρηδες…δος ημίν σήμερον

της Βιτάλια Ζίμμερ.

Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον” ακούγαμε κάθε πρωί στο σχολείο. Ήταν η καθιερωμένη πρωινή προσευχή στο προαύλιο του σχολείου. Ένας μαθητής ή μαθήτρια πήγαινε στο μικρόφωνο και έλεγε την προσευχή. Είναι από τα λίγα κείμενα που οι περισσότεροι δεν έχουν διαβάσει. Το έμαθαν από άλλα, μεγαλύτερα παιδιά του σχολείου που κι εκείνα, το είχαν μάθει από άλλα. Είναι μία λαϊκή παράδοση αυτή η προσευχή.

Κανείς δεν έδωσε σημασία στην πραγματική έννοια αυτού του σοφού κειμένου. Και ύστερα ανακαλούνται οι συλλογικές μνήμες και εμφανίζονται φωτογραφίες του παρελθόντος.

Ένα αυτοσχέδιο χαμηλό τραπέζι κατευθείαν από το δέντρο, χωρίς καθίσματα για όλους, έχει πάνω του ψωμί, ελιές και κρασί. Δεν υπάρχει τραπεζομάντιλο και στο πάτωμα μία χειροποίητη πλέξη από τον αργαλειό που μόλις διακρίνεται στο βάθος. Ότι βλέπετε στη φωτογραφία έχει παραχθεί από τους ίδιους. Το ψωμί είναι προϊόν της οικογένειας, από το σιτάρι μέχρι τη ζύμη και το ψήσιμο. Το κρασί είναι από το αμπέλι τους. Οι ελιές είναι παραγωγή τους. Την εικόνα συμπληρώνει η ψάθινη σκούπα στο βάθος αριστερά. Το μοναδικό gadget της φωτογραφίας.

Λείπουν πολλά, πάρα πολλά. Τα παιδιά είναι χωρίς υποδήματα. Ποτήρια δεν υπάρχουν. Τα πιρούνια είναι ανύπαρκτα, όπως και οι πετσέτες φαγητού. Λείπει όμως και ο παππούς. Η χήρα γιαγιά είναι η εικόνα της δυστυχίας, της κακουχίας και της ανέχειας.

Καταραμένος πόλεμος. Αυτός ο μεγάλος πόλεμος σκότωσε και τους ζωντανούς, ακόμα κι όσους γλίτωσαν…

Κι όμως, υπάρχει κάτι που αποπνέει την ελπίδα. Είναι το μειδίαμα της μάνας, που κάθεται εκ δεξιών του άντρα της. Είναι ευχαριστημένη και ευτυχισμένη που έχουν σήμερα “τον άρτον ημών τον επιούσιον”. Τυχερός όποιος έζησε τέτοιες στιγμές, γιατί άνθρωπος καλός θα είναι.

Δος ημίν σήμερον…