Φρέσκα

Έριδες κι αέρηδες…η μητέρα

της Βιτάλια Ζίμμερ.

Μια ζωή νοικοκυρά, πιστή στον άντρα της και ακούραστη στις εργασίες του σπιτιού. Ο λόγος ήταν λίγος. Ήταν από τη Μάνη, την Ανατολική Μάνη. Όταν συνέβη το κακό, τότε που έφυγε ο Βασίλης, φόρεσε μαύρα. Κλείστηκε στον εαυτό της για δυο χρόνια και δεν έβαψε ποτέ τα μαλλιά της, ούτε έφτιαξε τα νύχια της. Άφησε τα σημάδια της γήρανσης να φαίνονται.  

Η δική της ετυμηγορία ήταν σωστή. Ευθύνεται για πολλά. Ένα τόσο σοβαρό θέμα το συζητάς, δεν το κρύβεις. Κι εκείνο το βράδυ έμεινε αμίλητη αντί να παρέμβει. Η ποινή της είναι ο κοινωνικός αποκλεισμός και το γήρας. 

Όταν πέρασαν περίπου δέκα χρόνια θλίψης και σιγής, κατάλαβε ότι κάτι πρέπει να αλλάξει. Ο Γιάννης είχε ήδη στραφεί στο Θεό. Αποφάσισε να κάνει το ίδιο, με μία διαφορετική έκφραση, εντελώς σιωπηλή. Έβαψε τα μαλλιά της, άλλαξε τα ρούχα της και έγινε ξανά γυναίκα ποθητή. Παρακολούθησε μαθήματα Αγιογραφίας. Είχε μάθει τα πάντα για την Μακεδονική και την Κρητική Σχολή. Το καβαλέτο είχε μόνιμη θέση στο σαλόνι. Κι όσο ο Γιάννης έψελνε, εκείνη ζωγράφιζε εικόνες των Αγίων. Ο Γιάννης όταν αντίκρυσε το πρώτο ολοκληρωμένο έργο της γεμάτο λάθη, τη φίλησε στο στόμα. Το πρώτο φιλί ήταν διστακτικό, μα το δεύτερο ήταν σαν το πρώτο τους, πριν τα χρόνια τα πολλά. 

Του έπιασε το χέρι και τον πήγε στο κρεβάτι. Επιτέλους μετά πολύ καιρό ενώθηκαν ξανά. Το πάθος κυριάρχησε. Δεν έχασαν ποτέ ο ένας τον άλλον.  

Κι όταν σηκώθηκαν και πήγαν στο σαλόνι, λίγο ρύζι έπιασε στη χούφτα της και το ΄ριξε στου ανδρός της το κεφάλι. 

Γάμος εγένετο ξανά… Γάμος σιωπηλός, γεμάτος νόημα σπουδαίο, μετά των οίνων συνοδεία… 

Συνεχίζεται…