O κακομοίρης, η δούλα, και o φαρμακοτρίφτης
πεζοπορώντας…
❀❀❀
της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου
Βρίσκομαι στο πεζοφάναρο της πλατείας Συντάγματος για να περάσω στην Ερμού. Κάτι, μου τραβά το βλέμμα. Εστιάζω. Απέναντι κυρία εβδομηντάρα, με μαλλί έξαλλο, μπομπαριστό και ακίνητο σαν κράνος. Ώμοι ανύπαρκτοι, σε σχήμα λάμδα με το κεφάλι, και ασυνήθιστα μακρύς λαιμός. Κάτι μου γυαλίζει. Φορά χρυσή καδένα τόσο χοντρή, για να δέσεις λυκόσκυλο. Το σταθερό βλέμμα και η ατάραχη αναμονή του σώματός της στο φανάρι, έχει μια περίεργη πειθαρχία. Σκαρώνω αμέσως σενάριο. Ερίτιμος κόρη Στρατηγού και χήρα Ναυάρχου, Κολονακιώτισσα αναντάμ παπαντάμ.
Ανοίγει το φανάρι. Κινούμαστε η μία απέναντι στην άλλη. Την παρακολουθώ μαγνητισμένη. Περπατά βασανιστικά αργά. Δεν έχει καμία διάθεση να ακολουθήσει το ρυθμό του πλήθους. Κόβω ασυναίσθητα ταχύτητα και εγώ, και συντονίζομαι με την γητεύτριά μου. Η σκηνή θυμίζει Αγγελόπουλο, με τον ενδιάμεσο χρόνο να ρέει προς ενδοσκόπηση των θεατών.
Στη μέση της διαδρομής κάνει μια θεατρική κίνηση για να κοιτάξει το ρολόι της. Ξεκολά αργά από τα πλευρά της το χέρι, το ανοίγει αργά προς τα έξω, αργά το σηκώνει προς τα επάνω, το στρέφει αργά προς τα μέσα και κατεβάζει αργά το βλέμμα, κρατώντας ευθεία το κεφάλι. Όμως η μεγάλη τετραγωνισμένη τσάντα που έχει περάσει στο χέρι, κάπως την δυσκολεύει, μπερδεύει το βήμα της και ξαφνικά, σταματά. Ένας πιτσιρικάς πίσω της, με τη φόρα που είχε, παραλίγο να την πατήσει. Μπερδεύομαι με την σκηνή, σταματάω και εγώ, και βλέπω στο χέρι της ένα Rolex παλαιάς κοπής, και αμέσως μετά το ατσαλάκωτο ταγιέρ της… στραβοκουμπωμένο!
Αντιλαμβάνεται ότι την παρακολουθώ. Ξεκινά. Ξεκινάω αυτόματα και εγώ, και ασυναίσθητα σαν ηλίθιο πεντάχρονο, σηκώνω το δάχτυλο και της δείχνω προς τα κουμπιά. Δεν κούνησε ούτε τη βλεφαρίδα της. Με προσπέρασε με ένα υποτιμητικό παγωμένο βλέμμα, το οποίο με κεραυνοβόλησε.
Έκανα το σταυρό μου μέσα στο δρόμο, να διώξω το κακό μάτι από πάνω μου, έφτυσα και τον κόρφο μου και προχώρησα γρήγορα να ανέβω στο πεζοδρόμιο. Με τόση κακή ενέργεια μπορεί και να με πάταγε κανένα ταξί. Σταμάτησα λίγο για να συνέλθω. Άναψα τσιγάρο. Σκεφτόμουν την αλαζονεία στο βλέμμα της και με χάλαγε.
Σε πέντε λεπτά είχε παρέλθει η γητεία του προσώπου και θυμόμουν μόνο τα χρυσά κοσμήματα που φορούσε. Εξ αίφνης το μυαλό μου πέταξε στη χώρα της ουτοπίας του More, που πρότεινε οι δούλοι να φοράνε χρυσά κοσμήματα και πολύτιμες πέτρες για να ξεχωρίζουν από τους ελεύθερους πολίτες. Μπίνγκο! Ένα σαρδόνιο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου. Από χήρα Ναυάρχου η φαντασία μου την μετέτρεψε σε δούλα που έμενε στο δωματιάκι υπηρεσίας ενός ρετιρέ. Τώρα εξηγούνται όλα, κάγχασα.
Με λυμένο πια τον γρίφο, κατευθύνθηκα προς την Καραγιώργη Σερβίας. Λίγο παρακάτω, πέφτω σε ένα από αυτά τα μαγαζιά με τις κίτρινες προσόψεις που πουλάς τα κοσμήματα σου, αν έχεις… Τι διαολεμένη συγκυρία είναι και τούτη, σκέφτηκα. Περνάω τόσο συχνά από εδώ, πρώτη φορά το βλέπω. Φαίνεται πως μετά από πέντε χρόνια κρίσης δεν μας κάνουν την ίδια εντύπωση. Άσε κιόλας που έχουν αναβαθμιστεί. Είναι πια εντελώς κεντρικά και ακόμα και παλιά κοσμηματοπωλεία έχουν μετατραπεί σε “αξιοπρεπή” καταστήματα αγοράς χρυσού. Ας είναι…
Απέξω από το μαγαζί στέκεται τύπος. Είναι τριαντάρης, με λαδωμένο μαλλί και λιπόσαρκος. Ψηλός και με κορμοστασιά εντελώς σπασμένη στα δύο, αφού καμπουριάζει ανελέητα. Ακουμπά πάνω στη μαρμάρινη κολώνα που διαιρεί την βιτρίνα στα δύο. Καπνίζει ένα στριφτό κακοφτιαγμένο τσιγάρο, με κιτρινισμένα δάχτυλα, και ρουφά έναν φραπέ μέσα από σέικερ που έχει φέρει από το σπίτι του.
Έμοιαζε εντελώς αξιοθρήνητος, σαν να έβλεπες ένα τενεκέ δίπλα στην πλατίνα! Δεν ξέρω που βρήκα το θράσος και του λέω φτάνοντας δίπλα του: “Καλημέρα! Αναδουλειές έχουμε?” Με κοίταζε με έκπληξη και ύφος που έδειχνε ότι δεν πίστευε στα αυτιά του. Αλλά εγώ συνέχισα: “Όχι στο λέω γιατί άμα δεν έχεις δουλειά, κάνε μια βόλτα από την πλατεία, κυκλοφορούν χρυσές καδένες και Rolex αδέσποτα. Άντε καλή δουλειά!» και στρίβω απότομα στη Βουλής για να χαθώ από τον ορίζοντά του, πριν με διαολοστείλει.
Αισθάνθηκα προς στιγμή μια ενοχή για την σκανδαλιά μου, αλλά γρήγορα την τακτοποίησα. Δεν φταίω εγώ, είναι που είμαι αρνητικά προκατειλημμένη με αυτά τα μαγαζιά αγοράς χρυσού, οπότε και όποιος δουλεύει εκεί μέσα, τον παίρνει η μπάλα.
Ο χρυσός κουβαλά πολύ αίμα μέσα του, σε όλη του τη διαδρομή. Από τις εταιρίες εξόρυξης του και τα υποτιθέμενα πιστοποιητικά ότι δεν συμπεριλαμβάνουν παράνομους θανάτους και ότι οι εργασιακές συνθήκες είναι ανθρώπινες, μέχρι τη συσσώρευση του στα θησαυροφυλάκια χωρών, πανίσχυρων εταιριών και ιδιωτών
Ο χρυσός είναι βρώμικος σε όλα του τα στάδια. Βρώμικος και φαρμακερός. Το είπε και ο Shakespeare δια στόματος Ρωμαίου.
Όταν πίστεψε ότι η Ιουλιέτα ήταν νεκρή, έτρεξε σε έναν φαρμακοτρίφτη με σαράντα χρυσά νομίσματα για να αγοράσει δηλητήριο να πεθάνει. Ο φαρμακοτρίφτης που ήταν ένα φτωχός κακομοίρης, στην αρχή αρνήθηκε, επειδή η ποινή για τέτοιες πράξεις ήταν θάνατος. Μπροστά όμως στα χρυσά νομίσματα, η αντίστασή του κάμφθηκε και λέγοντας ότι η φτώχεια του δέχεται και όχι η θέλησή του, του έδωσε το φαρμάκι. Τότε και ο Ρωμαίος του απάντησε ότι τη φτώχεια του πληρώνει και όχι τη θέλησή του, και του έδωσε τα χρυσά νομίσματα λέγοντας:
- Πάρτο χρυσάφι σου, χειρότερο φαρμάκι στις ψυχές των ανθρώπων, που στον άθλιο τούτον κόσμο σκοτώνει πιο πολλούς από τα ελεεινά σκονάκια σου, που δεν μπορείς να τα πουλήσεις: δηλητήριο, εγώ σου πούλησα, όχι εσύ. Ώρα καλή!
Τον Ρωμαίο σκεφτόμουν όταν έφτασα στην Αγίας Ειρήνης για να πιω καφέ…
“Γλυκό παρακαλώ. Mη μου τον φτιάξετε φαρμάκι…”
Ώρα καλή!
