Φρέσκα

Άνθρωπος στο super market…Πάνες ακράτειας

της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου

 

Δεν συνήθιζε παλιά να πηγαίνει στο super market. Όχι πως δεν γνώριζε την αξία των πραγμάτων ή τί χρειάζεται ένα σπίτι. Άλλωστε αυτός πλήρωνε για όλα, αυτή δε δούλευε, έθρεφε κώλους έλεγε η μάνα του, και συνεπακολούθως έλεγχε τα πάντα.

Η γυναίκα του έπρεπε να του δίνει αναλυτικό λογαριασμό εβδομαδιαίως – τόσα το super market, τόσα ο χασάπης, τόσα η λαϊκή – με το σταγονόμετρο όλα. Έκλεβε κανένα ευρώ, που και που, να πάρει κανένα φθηνό καλσόν ή κανένα μανό από τον ημιόροφο. Για τις υπόλοιπες προσωπικές της ανάγκες, δύο φορές το χρόνο, της είχε κόψει κουστούμι τριακόσια ευρώ, και μετά από γκρίνια. Τί να καλύψει; Ρούχα καλά, φόρμες, παπούτσια, κομμωτήριο; Δεν έφταναν. Και η ψυχρότητα μεταξύ τους καλά κρατούσε.

Ο Γιώργος είχε χρήματα και έβγαζε πολλά από τη δουλειά του. Το ήξερε η Μαρίνα, είχε δει τα βιβλιάρια καταθέσεων, αυξάνονταν ταχύτατα. Κι ακόμα είχε βιώσει στο πετσί της την καθολική τσιγκουνιά του, όχι μόνο για το χρήμα που δεν το έβγαζε από την τσέπη του. Είχε προσπαθήσει πολλές φορές να βρει τρόπο να έχει το δικό της εισόδημα αλλά ήταν κάτι που αυτός δεν το δεχόταν με πρόσχημα τις ανάγκες των παιδιών τους.

«Τσιγκούνης, μισογύνης, σεξιστής και μεγάλος λάτρης της μάνας του. Δεν πάνε μαζί αυτά τα πράγματα; Πώς δεν πάνε! Πακέτο!» έλεγε στη Γιώτα που πίνανε καφέ κάθε πρωί, στο σπίτι, όχι στην καφετέρια. «Όσο περισσότερο έχει αγιοποιήσει κάποιος τη μάνα του, τόσο πουτάνες είναι όλες οι υπόλοιπες».

Μια φορά του ζητούσε επίμονα σε κάποιες διακοπές να της δώσει πενήντα ευρώ να πάνε με τα υπόλοιπα κορίτσια στα μαγαζιά, κάτι να πάρει κι αυτή γιατί ντρεπόταν που ήταν άφραγκη, της πέταξε τα χρήματα στο πάτωμα να τα μαζέψει. Ήθελε να την ταπεινώσει την «πουτάνα».

Μπήκε στο super market βαρύθυμος. Ήταν η δεύτερη φορά σήμερα. Είχε πάρει τα χρειαζούμενα για την εβδομάδα μα τον είχε ξαναστείλει η μάνα του για πάνες ακράτειας. Είχε επιστρέψει στο πατρικό και ζούσαν μαζί τον τελευταία δύο χρόνια. Στο ταμείο σκεφτόταν το γιουβέτσι που θα έφτιαχνε σήμερα η Μαρίνα. Το είχε συνήθεια, κάθε Σάββατο, όσο ήταν παντρεμένοι.