Φρέσκα

Παραμονή των Χριστουγέννων της πανδημίας

του Ντίνου Δαφαλιά.

Η διάγνωση δεν χωρούσε καμία αμφισβήτηση. “Λυπάμαι πολύ… Ένα χρόνο το πολύ…” του είπε ο γιατρός. Ο Γιάννης έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι χωρίς να στάξει ούτε ένα δάκρυ. Ένιωσε θυμό και όχι λύπη. “Γιατί εγώ; Γιατί εμένα;”

Έφτασε στο σπίτι του ψυχικά εξαντλημένος. Τέτοια κούραση δεν είχε νιώσει ποτέ στη ζωή του, όσο σκληρά κι αν δούλεψε. Αντίκρυσε τα δυο μικρά παιδιά του, αμέριμνα να παίζουν με τα λιγοστά παιχνίδια τους. Η γυναίκα του έστρωσε το τραπέζι από ξύλο καρυδιάς φτιαγμένο, γαμήλιο δώρο του αδερφού της που ‘ταν τεχνίτης ξυλουργός. Είχε μαγειρέψει το φαγητό του το αγαπημένο, ψαρόσουπα με φρέσκα ψάρια που ‘χε χαρίσει ο γείτονας, ψαράς από την κούνια του. “Δεν μπορεί κανείς να φτιάξει την ψαρόσουπα της Μαρίας” έλεγε πάντα και της έδινε το πεταχτό φιλί στο στόμα, δείγμα ευγνωμοσύνης και αγάπης.

Κάθισε σιωπηλός, την πεντανόστιμη σούπα γεύτηκε και σκούπισε τα χείλη του και πήγε δίπλα στα παιδιά τους. “Πόσο αμέριμνα είναι…” σκέφτηκε με θλίψη. “Θα με χάσουν, θα μείνουν ορφανά, θα ζήσουν μέσα στη φτώχεια. Τι θα απογίνουν πια χωρίς εμένα;” 

Οι μήνες πέρασαν πιο γρήγορα κι απ’ το τρεχούμενο νερό. Μια η πρώτη και άλλη μια η δεύτερη η καραντίνα τη φτώχεια έφερε σε όλους. Κι ήρθαν τα πρώτα τα Χριστούγεννα με τα κακά μαντάτα, μα είν’ τα τελευταία σαν οικογένεια ολάκερη και τα στερνά σαν ζωντανός. Ευτυχώς είναι ακόμα ικανός δύο βήματα να κάνει, μα είν’ το βάδισμά του αργό κι αγρίμι πληγωμένο μοιάζει, που στο θάνατο βαδίζει. Η Μαρία γνωρίζει, μα δεν ξέρει τι να κάνει. Το σπίτι έχει γίνει βουβό, τόσο βουβό που ακούγονται του ρολογιού οι δείκτες. Μόν’ τα παιδιά εξακολουθούν να παίζουν αμέριμνα. Το δώρο του Άγιου Βασίλη το καρτερούν ξανά κι εφέτος. Όμως ετούτη τη χρονιά, της πανδημιάς Χριστούγεννα είναι, χωρίς λεφτά, χωρίς δεκάρα μία. Εκτός από την υγειά του, έχασε και τη δουλειά του. “Πρέπει να πάρουμε τα δώρα του Άγιου Βασίλη στα παιδιά” του υπενθύμιζε η Μαρία, μα εκείνος πια δεν απαντούσε. Μόνο κουνούσε το κεφάλι του χωρίς κανείς να είναι ξέρει τι σημαίνει.

Το πήρε απόφαση, θα πάει να το κάνει. Πήγε στην εκκλησιά απάνου στην πλατεία και τον πρεσβύτερο συνάντησε. “Θέλω να κάνω μία δωρεά. Ορίστε πενήντα ευρώ για να πάρετε παιχνίδια στα φτωχά παιδάκια.” Ο παπάς πήρε τα χρήματα, απόδειξη του έγραψε και του την έδωσε στο χέρι. “Είστε σίγουρος; Πενήντα ευρώ είναι πολλά χρήματα στους καιρούς μας. Ο κόσμος βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας.” Του έγνεψε ένα ναι και κάθισε ξανά, ξεφυσώντας τον περισσό αέρα στα χαλασμένα του πνευμόνια. “Πάτερ μου, θα πεθάνω σύντομα γιατί είμαι άρρωστος, πολύ άρρωστος. Σου εμπιστεύομαι τα τελευταία μου χρήματα, αυτά του Δεκεμβρίου.” Ο πρεσβύτερος έμεινε άναυδος με την προσφορά. “Δεν μπορεί να γίνει αυτό, σε παρακαλώ πολύ! Πάρε τα πενήντα ευρώ πίσω. Θα ακυρώσω την απόδειξη.” Ο Γιάννης όμως σήκωσε το χέρι και σχεδόν πρόσταξε τον παπά να σταματήσει. Ο παπάς ένιωσε άβολα κι ακίνητος παρέμεινε. Ο Γιάννης πήρε το δρόμο για το σπίτι του, πάντα σκυφτός και ηττημένος.

Ο παπάς έκλεισε βιαστικά το γραφείο και ναό και πήγε τρέχοντας στο σπίτι του. Η γυναίκα του μόλις τον αντίκρυσε κατάλαβε πώς κάτι κακό συνέβη. Είδε τα μάτια του υγρά και το θλιμμένο ύφος του. Η εγκυμονούσα παπαδιά στις μέρες της, με δίδυμα κορίτσια που στον κόσμο αυτό θα φέρει, κάθισε δίπλα του και του ‘πιασε τα χέρια. “Πες μου…σε παρακαλώ τι συνέβη…” Και ο παπάς εξήγησε. “Αμάρτησα γλυκιά μου… Έπρεπε να βγάλω πενήντα ευρώ από το πορτοφόλι μου και να του τα δώσω. Αλλά κι εμείς, δυο νέες ψυχούλες περιμένουμε και είμαστε φτωχοί”. Η παπαδιά ένιωσε μεγάλη στεναχώρια και το ‘πε στην πιο αγαπημένη φίλη της. Κι η φίλη της το είπε στον δικό της άντρα. Κι ο άντρας της το ‘πε στον μπλε τον τοίχο τον διαβολικό. 

Κι έτσι, το μυστικό εγίνηκε ψίθυρος κι ο ψίθυρος φωνή, και η φωνή γραφή-κραυγή στις γαλανόλευκες σελίδες του σύγχρονου ντελάλη. Κι ύστερα μπήκε κι ο παπάς στις μπλε σελίδες τις καλές, γιορτή για να  σκαρώσει παραμονή των Χριστουγέννων. Πήγε ακάλεστος στο σπιτικό του Γιάννη, με την εγκυμονούσα παπαδιά κι ένα μικρό κουτί γλυκά από τα χέρια της φτιαγμένα. “Γιάννη μου, καλέ μου άνθρωπε, έλα του Χριστού παραμονή στο στολισμένο δέντρο, δίπλα στο τόπου μας την εκκλησιά.” Κι έσκυψε τα χέρια του Γιάννη να φιλήσει. Ο Γιάννης δάκρυσε πολύ και υποσχέθηκε να πάει. Κι η δύστυχη Μαρία είπε το ναι διστακτικά. “Θα ‘ρθούμε πάτερ μου και τα παιδιά θα φέρω…” Κι ύστερα ο παπάς εκκίνησε να φύγει, μα η Μαρία τον παρακαλεί, ένα μεζέ να φάνε. “Κόρη μου αδύνατον, είμαι σε νηστεία”. Κι η παπαδιά εσκούντησε αυτόν, του ζήτησε να μείνουν στο φτωχικό τραπέζι. Η πληγωμένη σύζυγος απ’ το κρυφό συρτάρι τραπεζομάντηλο γιορτής θα βγάλει και στο τραπέζι θα τ’ απλώσει με δυο κινήσεις μόνο, που ‘μοιάζαν με χορό. Μεζέ σερβίρει η Μαρία, αρχοντικά φτιαγμένο. Μικρά ποτήρια με κρασί τα μοίρασε σε όλους και ο παπάς ετσούγκρισε και τη νηστεία καταλύει, μα είναι ήδη αμαρτωλός και σημασία πια δεν έχει.

Κι ήρθε η παραμονή των Χριστουγέννων, ώρα εβδόμη βραδινή, που η νύχτα σαν αράχνη είν’ απλωμένη και το σκοτάδι του άσχημου ετούτου τόπου κάνει το κρύο να καλπάζει. Μόνο το δέντρο στολισμένο πασχίζει λίγη χαρά, μια θαλπωρή να δώσει, που τούτοι οι δύσκολοι καιροί τις άρπαξαν, σαν των ψυχών τους αδίστακτους τους κλέφτες. Μαζεύτηκε κι ο κόσμος ο πολύς, με δώρα γέλια και χαρά, που οι μάσκες δεν μπορούνε πια να κρύψουν. Κι ο καθείς το δώρο άφηνε στο αφώτιστο το δέντρο. Το λόγο πήρε ο παπάς δυο λόγια αγάπης να τα πει. Μα ξάφνου ήρθε ο αστυνόμος με την επίσημη στολή και τα χρυσά κουμπιά του έλαμπαν και τρόμαξε το πλήθος. Μα δεν κρατά γραφίδα και χαρτιά, τα πρόστιμα να γράψει. Χαιρέτησε πρώτα τον παπά κι ύστερα τον Γιάννη. Πήγε κι απόθεσε και το δικό του δώρο και στάθηκε ανάμεσά τους σιωπηλός και ευθυτενής. Εν τέλει, ο παπάς θα πει τα δυο του λόγια. “Αυτά τα δώρα είναι για τον καλό μας συμπολίτη και τον πιστό μας Γιάννη. Αφήνει σύντομα σε μας, μια γυναίκα τρυφερή και δυο παιδιά βλαστάρια. Καλά Χριστούγεννα αγαπημένε Γιάννη μας!”

Κι ο Γιάννης έβγαλε τη μάσκα και δάκρυσε πολύ, όσο καμιά φορά στα χρόνια τα παλιά. Τα γαλανά του μάτια γίνηκαν παράθυρο ψυχής και τα δάκρυα ρευστά στολίδια στις πρόωρες ρυτίδες του κουρασμένου πια προσώπου του, απ’ την αρρώστια την ανίκητη και τη μεγάλη στεναχώρια. Η φύση τίμησε τον Γιάννη και το φεγγάρι βιαστικά ξεπρόβαλε πίσω από τη στοιχειωμένη οικοδομή, που ποτέ της δεν θέλει να τελειώσει. Ήταν ένα φεγγάρι αλλιώτικο λες και ήταν άστρο φωτεινό όσο κανένα άλλο, όπως εκείνο της Βηθλεέμ όταν γεννήθηκε ο Χριστός στην ταπεινή την φάτνη. Κι αυτό της Βηθλεέμ το άστρο, εφώτισε τα δάκρυα του Γιάννη κι εκείνα γίνηκαν διαμάντια ακατέργαστα που λαμπύριζαν παράξενα στο παγερό σκοτάδι και έλαμψε από της λύπης τη χαρά ο τόπος όλος.

Κι ο Γιάννης έδωσε στην παπαδιά και το δικό του δώρο. Δύο παλιά και άθικτα ζευγάρια παπουτσάκια για τ´ αγέννητα κορίτσια που σύντομα στον κόσμο τους θα έρθουν. Μαζί μ’ αυτά η Μαρία έδωσε και δυο ζευγάρια μάλλινα καλτσάκια, τα ποδαράκια τους να τα κρατούν ζεστά, λευκά κατάλευκα σαν το φρέσκο το απάτητο του Ολύμπου χιόνι, που έπλεκε μονάχη της τρια μερόνυχτα με λιγοστό το φως, σαν της ώχρας το μισό σκοτάδι. Και μια ευχή εργόχειρο, απάνω σε λευκό καμβά, κεντημένη με κλωστή χρυσή χωρίς ούτ’ ένα λάθος, σαν πάπυρος στριμμένη με μια κορδέλα ροζ και κάτω δεξιά ένα αίτημα σπουδαίο, τα θυγατέρων τα ονόματα γραμμένα, Αγάπη και Ελπίδα

Το λόγο πήρε ο Γιάννης.
“Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κυριεύσατε τη Γη, ήταν η ευχή Του. Ένας θα φύγει, δύο θα έρθουν. Δίκαιο…”

Βγήκε ο Άγιος τη νύχτα | Η πρώτη λειτουργία των Χριστουγέννων (φωτο) -  Εφημερίδα Ημέρα, Ζάκυνθος.