Τα φώτα της πόλης
Γράφει ο Ντίνος Δαφαλιάς
Τελευταίο βράδυ σήμερα. Τα είδα από χτες να σβήνουν σιγά-σιγά, ανήμερα των Φώτων, τα Χριστουγεννιάτικα φωτάκια στα μπαλκόνια των σπιτιών. Σήμερα του Αϊ Γιαννού θα ανάψουν ένα ακόμα βράδυ και τα τελευταία.
Ο κόσμος ξεστολίζει το δέντρο και κάθε λογής στολίδια που κοσμούν όλες τις γωνιές του σπιτικού. Μόνο εγώ δεν στόλισα και φέτος γιατί άλλα έχω να κάμω, να προλάβω. Του χρόνου όμως θα στολίσω κι εγώ, έστω ένα μικρό δεντράκι αυτό με 10 ευρώ και μια σειρά με δέκα λαμπάκια που κάνουν 3 ευρώ. Ελπίζω ότι του χρόνου θα έχω λίγα λεφτά στην αριστερή την τσέπη να τα ξοδέψω για λίγο γιορτινό φως. Χρόνια δέκα τώρα βασανίζομαι με άλλα, πιο σοβαρά.
Σήμερα οι δρόμοι είναι φωτεινοί με λαμπάκια και στολίδια. Απ’ αύριο θα βγουν τα συνεργεία να αρχίσουν να τα ξηλώνουν, όπως και τα ψεύτικα τα δέντρα και τα κιτρινόλευκα λαμπάκια. Κάποια άλλα θα μείνουν όλη τη χρονιά, αλλά θα σβήσουν, κι εκεί θα μείνουν κρεμασμένα, στον ήλιο, στη βροχή να τα χαλάει, ώσπου να μην ανάβουν όλα. Κάθε χρόνο τα βλέπω, ανάβουν ολοένα και λιγότερα, θυμίζοντάς μου ακόμα μια φορά, ότι η φθορά του χρόνου είναι αδυσώπητη. Κι εγώ φθαρμένη πιο γρήγορα απ’ όσο έπρεπε, περπατώ στο δρόμο μόνη, φορώντας τα καλά μου, τα καθαρά μου ρούχα επιτέλους κι ένα άρωμα δώρο μιας φίλης καλής, πηγαίνοντας για το μετρό να φτάσω στην Ομόνοια. Κι εκεί στην 3ης Σεπτεμβρίου σ’ ένα κτήριο παλιό, ένα χαρτί να πάρω, να το δώσω στο δικαστή που αύριο με περιμένει.
Σαν βγήκα επάνω στη γη ξανά, στης Ομόνοιας τον κίτρινο-πορτοκαλί σταθμό, με τη σιδερική τη μυρωδιά, με σταματάει ο Αστυνόμος. Μάσκα φορώ – κωδικός ένα, στο παλιό χαρισμένο Nokia κινητό μου, που μόνο φιδάκι παίζεις. «Εντάξει» λέει ο αστυνόμος που βαριέται να μιλήσει, δουλειά κι αυτή εκεί στην τριτοκοσμική μεριά. Δυο βήματα ακόμα κι έφτασα στο παλιό γραφείο του Ερυθρού Σταυρού, λίγο μετά το «Λαύριο», αυτή την μικρή πλατεία, ο θεός να την κάνει πλατεία. «Γεια σας, είμαι η Θεοδώρα, το χαρτί να πάρω ήρθα, ότι γλίτωσα, ότι πήρα μεθαδόνη για δυο χρόνια, στο δικαστή να δώσω μήπως και βρω καμιά δουλειά, να πάψω να πηδιέμαι βρώμικη για πέντε ευρώ, εκεί στης Σολωμού τη σκιερή στοά, δίπλα στα σκουπίδια…»
Το πήρα το χαρτί και μαζί μ’ αυτό, ένα δώρο – μιας καλής γιατρίνας. Κι απόκοντα ένας φάκελος ζεστός και ανεπίσημος, σφραγισμένος με ένα φιλί από κραγιόν κόκκινο σαν το αίμα. Μέσα έχει μία ευχή και χάρτινα λεφτά για να περάσω λίγες μέρες. Μαζί μ’ αυτά και μια δεκάρα, «ειδικού σκοπού» όπως μου λέει το αγαπησιάρικο χαρτάκι. Κατάλαβα, είναι να δώσω τη δεκάρα στον Άγιο που γιορτάζει σήμερα. Περπάτησα την Αθηνάς κοιτώνας αριστερά και δεξιά τις ατημέλητες βιτρίνες, με σκοινιά, εργαλεία, ποτήρια και κάθε λογής φτηνή και χρήσιμη πραμάτεια, μόλις δέκα λεπτά από δω με τα πόδια από το φανταχτερό κατάστημα της Πανεπιστημίου. Μπήκα στο μικρό το εκκλησάκι και το κερί το άναψα κι ύστερα έφυγα τρέχοντας από ντροπή γι αυτά που έχω κάνει, ενώ δεν έφταιγα, μα έφταιγα συνάμα.
Πέρασαν δέκα χρόνια με σκυφτό κεφάλι και σχεδόν κλειστά τα μάτια από την παραζάλη και το ξύλο. Τώρα κοιτάζω ψηλά και βλέπω τα φώτα της πόλης που σήμερα θα σβήσουν. Δεν πειράζει, ας έρθει το κρύο χειμωνιάτικο σκοτάδι του ατελείωτου Γενάρη. Η μέρα θα μεγαλώσει, το φως θα επιστρέψει ξανά, θα θριαμβεύσει όπως κάθε χρόνο. Αυτή το φορά θα το ζήσω, θα το γιορτάσω καθαρή.
Τα φώτα της πόλης σβήνουν. Το δικό μου φως, μόλις άναψε.
Αφιερωμένο στην Θεοδώρα
