Του γάμου το…κάγκελο
Μόλις περάσεις τα σαράντα, το κάλεσμα σε γάμο, που δεν είναι αδελφού ή κολλητού, είναι βάσανο. Κι αν τη βγάλεις φτηνά με γάμο πολιτικό ή τέλος πάντων λιτού βίου, πάει καλά. Αν είναι φουλ εντίσιον, την πάτησες. Μιλάω για αυτούς τους γάμους που ξεκινούν στο «ψαγμένο» ξωκλήσι και καταλήγουν στο κτήμα Κλαπανιάρη στο Μπραΐμπεη, που δεν το βρίσκει ούτε ο δορυφόρος του Πούτιν.
Το δράμα ξεκινά τη μέρα που κάθεσαι φρόνιμα, κανέναν δεν ενόχλησες, και σου ‘ρχεται το προσκλητήριο. Πω ρε πούστη μου! Και τί θα φορέσω; Θα κάνει ζέστη; Θα κάνει κρύο; Τί παπούτσια; Μήπως οι γόβες βουλιάζουν στο γρασίδι; Τί δώρο να πάω; Με ποιούς θα κάτσω; Τί ώρα θα φύγω; Μήπως να πάω να βγάλω τη χολή μου εκείνες τις μέρες;
Εν τω μεταξύ αν έχεις πάει σε έναν, τα έχεις δει ήδη όλα, οπότε είναι πιο βαρετά κι απ’ το να σε αναγκάσουν να δεις το «Ρετιρέ» Αύγουστο μήνα στην Αθήνα με καύσωνα. Το μενού έχει τα εξής: Τελετή σε φαστ φόργουορντ, γιατί περιμένουν κι άλλοι στη σειρά, στο γραφικό εκκλησάκι της Αγίας Θέκλας (πού το βρήκαν ρε φίλε;), που χωράει μόνο το ζευγάρι, την πεθερά της νύφης, τον παπά και τα ράσα του, ευτυχώς που ο κουμπάρος ήταν λαρτζ και πλήρωσε να ανάψουν και το αιρκοντίσιο γιατί το μπουστιέ της νύφης είναι πολύ σφικτό. Οι υπόλοιποι έξω, ευκαιρία να μαυρίσετε και λίγο γιατί δεν βρήκαμε εκκλησία για αργότερα, δε βαριέσαι πήρα τα γυαλιά ηλίου μαζί.
Η αλήθεια είναι ότι περνάει πολύ ευχάριστα η ώρα στην εκκλησία, γνωριζόμαστε με τα σόγια του προηγούμενου γάμου που έχουν μετακινηθεί στο πλάι της εκκλησίας, κουτσομπολεύουμε τους συγγενείς που είχαμε να δούμε από την κηδεία της θείας της Κοντύλως, «πώς γέρασε ρε η ξαδέλφη!», τα ρούχα (τί μόνο τα δικά μας θα κοιτάτε;), κάνουμε και ματάκια στους ελεύθερους (καλά δεν το εννοούμε κιόλας, από βαρεμάρα είναι), κοιτάμε την προηγούμενη νύφη που χαιρετά και φεύγει μέσα στα κορναρίσματα και τον κουρνιαχτό του χωματόδρομου, την κουνιάδα της νύφης που της σκονίστηκε η καούκα, κάνουμε και κανά τσιγάρο, ε, και μέχρι να πεις κύμινο βρε αδελφέ, θα βγει και το δικό μας ζευγάρι να φεύγουμε σιγά σιγά γιατί πεινάσαμε.
Τώρα είμαστε μαυρισμένοι, έτοιμοι για την περιπέτεια του χτήματος που φτάσαμε με την καθοδήγηση του τσοπάνη που έχει τα μαντριά του διακόσια μέτρα παραπάνω, ανάμεσα στις ελιές του Ταβουλάρη, και τη σταφίδα του Κοκοβίκου, του δημοτικού σύμβουλου ντε! Να ‘στε καλά, δεν θα το έβρισκα ποτέ, χαιρετίσματα στον τράγο!
Θα τα πω με τη σειρά για να καταλάβεις. Φτάνεις στην είσοδο, σε ρωτούν όνομα, σου λεν κάθεσαι στο τραπέζι νούμερο τάδε δεξιά από την πισίνα, προχωράς το μονοπάτι, σου δίνουν ποτήρι με ένα κάτι, γουέλκαμ ντρινγκ το λένε για να μαθαίνεις, βρίσκεις τραπέζι, κάθεσαι, έχει μπομπονιέρα μπροστά σου, τρως όλα τα κουφέτα πίνεις και το πράμα που πήρες και μετά περιμένεις. Και περιμένεις. Το ζευγάρι άφαντο. Έπειτα έρχεται ένας καλός κύριος και σε ενημερώνει ότι ο μπουφές άνοιξε για το τραπέζι σας, μην πας νωρίτερα και φανείς απολίτιστο γίδι. Ντου από παντού! Γεμίζεις φαγητό, τρως. Ξαναπάς από βαρεμάρα κι όταν πια ξεκινά η πέψη και σε πιάνει εκείνη η γλυκιά νύστα, σε ξυπνούν τα πυροτεχνήματα. Έφτασαν οι νεόνυμφοι λιβακωμένοι από τη φωτογράφηση σε πόζες όρθιες, καθίστες και ξαπλωτές στο ηλιοβασίλεμα, για το άλμπουμ. Μετά βαίων και κλάδων ανεβαίνουν στο γεφυράκι πάνω από το ρυάκι, κάνουν μια χορευτική φιγούρα, κόσμος χειροκροτεί, δίνουν φιλί, φτάνουν στο τραπέζι του μυστικού δείπνου με τα πεθερικά ήδη ξυνισμένα για τη μοιρασιά των τραπεζιών, κόβουν τούρτα, πίνουν σαμπάνια καΐρ σταυρωτά, φιλί πάλι, χορός πρώτος με το τραγούδι τους όλο νόημα και μετά τουρ για χαιρετούρες στα τραπέζια. Δουλειά, όχι αστεία, μετά μουσικής πάντα, και κλιμακούμενης, από αυτή που ακούς στον Σκλαβενίτη, μέχρι κλαρίνα και σούστες των Κονιτοπουλαίων με ενδιάμεσο σταθμό μέινστριμ και ντίσκο. Κάποτε δίνει ο θεός, έρχονται και στο τραπέζι σου, χαιρετάς και είσαι ελεύθερος πια να φύγεις.
Γάμος αλά ελληνικά σε κτήμα ή αλλιώς «Στεφανοθήρε δόξα και τιμή μωρή» γιατί δεν είσαι και κομμουνίστρια να πας για σύμφωνο συμβίωσης.
Ευτυχείτε, και στα δικά σας οι ελεύθεροι!
