Οι Γάμοι της «Συγκομιδής»
του Κώστα Δήμα
Αναδημοσίευση από imagimistes
Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014
Μπήκε σα σκιά στη μισοσκότεινη αποθήκη. Έσφαζα μ’ ένα μαχαίρι τα κιβώτια με τα φύλλα εκείνη τη στιγμή και τα άδειαζα στον καταψύκτη. Μπήκε λοιπόν σκυφτός, αξύριστος, λιπόσαρκος και ταλαιπωρημένος.
– Καλησπέρα, μου είπε.
Ξαφνιάστηκα. Είχα καιρό να τον δω.
– Καλώς τον Μάικο. Που είσαι, ρε μπαγάσα, τόσο καιρό χαμένος;
– Να, εδώ, να μη ρημάζει ο τόπος.
Ύφος απλανές και αμήχανο.
– Τι κάνεις ρε, πώς πάει;
– Να μωρέ, το έβγαλα, μου είπε και είδα μια σπίθα να τρεμοπαίζει στο βλέμμα του.
– Ποιο μωρέ;
– Το βιβλίο με τα ποιήματά μου. Θέλεις να στο φέρω;
Το τι του απάντησα δεν μπορώ να το αναφέρω, γιατί είναι ποινικά κολάσιμο. Πήγε μέχρι το αυτοκίνητο και ξαναήρθε στην αποθήκη κρατώντας τη «Συγκομιδή» στα χέρια του.
Εδώ θα σταθώ λίγο, γιατί η στιγμή είναι συγκινητική. Το κρατούσε, σα να κρατούσε τα άγια των αγίων. Το τρίτο του παιδί. Το αποσπόρι του. Το καμάρι του. Περήφανα και τρυφερά.
Μου την εμπιστεύτηκε στα χέρια μου. Ένιωσα τον ηλεκτρισμό που εξέπεμπε. Ήταν το τρίτο μου ανίψι. Το πιο μικρό και το πιο μεγάλο. Σχεδόν το γνώριζα πριν γεννηθεί, από σπέρμα ακόμη. Αλλά τώρα το έβλεπα ολοκληρωμένο, χτενισμένο, καλοντυμένο, φρεσκοσιδερωμένο και ζωηρούλι. Αμέσως μου γεννήθηκε η επιθυμία να γίνει δικό μου και απαίτησα από το Μάικο να μου το υιοθετήσει.
– Πάρ’ το, δικό σου είναι, μου απάντησε.
Μου έκανε εντύπωση, πως έτσι άκαρδα, το εναπόθεσε στα χέρια μου, σα να ήμουνα βρεφοδόχος για έκθετα. Στην απορία μου, απάντησε με ένα:
– Η Ελένη έχει φροντίσει να την κλωνοποιήσει σε όσα αντίτυπα θέλεις.
Μη σε νοιάζει, λοιπόν, αυτή είναι δική σου. Υπάρχει απόθεμα και για όσους άλλους, θέλουν να κοινωνήσουν τη «Συγκομιδή». Η τεχνολογία γαρ…
Τα χέρια μου καήκανε με τη «Συγκομιδή» μέσα τους. Καμάρωνα και ήθελα να τη δείξω σε όσους περισσότερους μπορούσα. Έπρεπε να δράσω αστραπιαία. Στην πρόταση του Μάικου να την εκθέσουμε σε ένα οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, σαν μια κοινή, εναντιώθηκα.
– Μια δεσποινίδα περιωπής δεν μπορεί να εκτίθεται έτσι κοινότοπα και στεγνά, του αντέτεινα.
Αμέσως σκέφτηκα τους αλλιώτικους, τους παράξενους, τους αγαπησιάρηδες Πιπιναίους, που τώρα λέγονται Imaginistes. Τηλεφώνησα αμέσως στον Χρήστο.
– Έχω παιδί για υιοθέτηση, του λέω.
– Να το δω οπωσδήποτε, μου απαντά.
Σκάνε στο μαγαζί έπειτα από κανά δυο μέρες, Θανάσης και Χρήστος. Κάθονται παραγγέλνουν και σε μια στιγμή μου λέει ο Χρήστος:
– Φέρ’ τη μας. Θέλουμε να τη δούμε.
Τους την ακούμπησα στο τραπέζι, μες στα σπάργανά της. Την άγγιξε στοργικά πρώτος ο Χρήστος και τον είδα να εισχωρεί στα σπλάχνα της για μεγαλύτερη ενδοσκόπηση. Έμεινε εκεί για αρκετά λεπτά και μετά γυρίζοντας στο Θανάση του λέει:
– Καιρός να σοβαρευτούμε κι εμείς καμιά φορά και να γίνουμε κι εμείς μπαμπάδες.
– Άξεστε Αρβανίτη, από σήμερα η «Συγκομιδή» είναι δική μας, μου λένε, την βάζουν υπό μάλης και την απαγάγουν…
Την ξαναείδα μετά από κανά δυο μήνες στο γάμο της, που οργάνωσαν και έστησαν στο ΡΕΜΟΥΤΣΙΚΟ, με μεγάλη επιτυχία μπορώ να πω, οι απαγωγείς της.
Και την πάντρεψαν οι άτιμοι με πολλούς και πολλές την τσαχπίνα μου, μιας κι έμοιασε του θείου της και βγήκε νυμφομανής, ετερόφυλη και ομοφυλόφιλη.
Καθοριστικό ρόλο για την επιτυχία του γάμου, έπαιξε η διαμεσολάβηση της περιβόητης προξενήτρας Αλεξάνδρας, καθώς και της κουμπάρας Ειρήνης, που άλλαζε τα στέφανα με χάρη αερικού, μιας και ήτανε πολλά.
Ο σκληρός και άκαρδος πατέρας Μιχάλης, μόνος σε μια γωνιά ζούσε το δράμα του αποχωρισμού, αφού πρώτα κατάφερε, να αναβλύσουν δάκρυα στα μάτια μου, μετά από πάρα πολλά χρόνια.
Όσο για τους απαγωγείς, Χρήστο, Θανάση, Αποστολοπούλου και λοιπούς, θα υποστούν τις κυρώσεις, που ορίζει ο νόμος…



