Φρέσκα

Ο άγνωστος επισκέπτης

Ο Ανέστης

 

της Έφης Καραμιχάλη

 

Ο Ανέστης μεγάλωσε σε ίδρυμα. Γονείς δεν γνώρισε. Κοντά στα 15 του το έσκασε και άρχισε να δουλεύει χαμάλης από εδώ και από εκεί και να μένει όπου έβρισκε. Στην αρχή έμεινε σ’ ένα καμαράκι κοντά στο λιμάνι. Ψάρευε και με ότι μεροκάματο έβγαζε από το χαμαλίκι, την πάλευε.

Στα 40 του χρόνια εκεί στα μέσα του 50 βρήκε ένα μέρος στο ταρσανά που του άρεσε και έστησε την καλύβα του λίγα μέτρα από την θάλασσα. Οι τοίχοι ήταν από ξύλo και καλαμιές- είχε πολλές η περιοχή- και η στέγη από λαμαρίνες. Στη μέση είχε ένα βαρέλι που το έκανε ξυλόσομπα και δίπλα ένα κρεβάτι από ξύλινες τάβλες. Σε μια γωνιά είχε καρφώσει στον τοίχο ένα καθρέφτη »καλημέρα», είχε βάλει ένα λούκι για νερό δίπλα και μια λεκάνη από κάτω. Παραδίπλα είχε ένα φανάρι για να βάζει τα τρόφιμα και ένα μικρό τραπεζάκι. Στο πάτωμα χειμώνα καλοκαίρι, είχε στρωμένες κουρελούδες πολύχρωμες. Έξω από την καλύβα του σε μια γωνιά που δεν την έπιανε ο αέρας, είχε μια φουφού για να μαγειρεύει, (αργότερα πήρε πετρογκάζ). Μπροστά στη πόρτα είχε ένα ξύλινο τραπέζι και δυο ψάθινες καρέκλες. Στην πίσω μεριά της καλύβας είχε κάνει μια περίφραξη και είχε μέσα πέντε έξι κότες.

Μια μέρα τον πήρε από πίσω ένας κατάμαυρος τεράστιος σκύλος και τον πήγε μέχρι την καλύβα του. Δεν έφυγε από εκεί ποτέ. Κέρβερος μπροστά στη πόρτα και φύλακας του. »Αλήτη» τον φώναζε.

Τη λάτρευε την θάλασσα ο Ανέστης. Την έβλεπε και ονειρευόταν. Με τις ώρες την αγνάντευε. Πέρα στο βάθος έβλεπε αχνά ένα ξερονήσι με λιγοστούς κατοίκους, απ’ ότι έλεγαν, γιατί δεν είχε πάει ποτέ. Κάπου τρεις ώρες με το πλοίο από την πόλη του. Ζούσε όλες τις εποχές της. Τους χειμώνες έδινε μάχη μαζί της για να κρατήσει το καλύβι του όρθιο όταν αυτή αγριεμένη λυσσομανούσε έξω από την πόρτα του. Τα καλοκαίρια πάλι του έδινε τις καλύτερες ψαριές της, αλλά τον γλύκαινε και με τα μαγευτικά της ηλιοβασιλέματα. Αυτές τις ψαριές τις τηγάνιζε, άνοιγε και καμία κονσέρβα, είχε και την φασολάδα πάντα έτοιμη πάνω στη σόμπα και όλο και κάποια φιλαράκια θα πέρναγαν από το καλύβι του. Εκείνος τα έστρωνε όλα στο τραπέζι μαζί με το τσίπουρο που το φύλαγε σαν τα μάτια του και η παρέα κρατούσε μέχρι αργά το βράδυ. Φεύγοντας του άφηναν και καμιά δραχμή στο τραπέζι ότι είχε ο καθένας!

Ήταν μια νύχτα του χειμώνα του 59. Φυσούσε ένας τρελός Νοτιάς και όλη την νύχτα ο Ανέστης προσπαθούσε να συγκρατήσει τις λαμαρίνες της στέγης του που χτυπούσαν με μανία και όλο το καλύβι του είχε ντουμανιάζει απο την κάπνα που έβγαζε η ξυλόσομπα. Εκεί κοντά στο χάραμα που κάλμαρε ο αέρας, μόλις είχε ξαπλώσει κατάκοπος, ακούει έναν ήχο που δεν μπορούσε να καταλάβει τι είναι. Παίρνει την γκαζολάμπα στο χέρι και πάει προς την θάλασσα. Στην ακροθαλασσιά μια βάρκα να χτυπιόταν από τα κύματα. Την σέρνει προς τα έξω και βλέπει μέσα της έναν νεαρό άνδρα εκεί κοντά στα 25 λιπόθυμο και βρεγμένο. Τον φορτώνεται στην πλάτη και με πολύ κόπο φτάνει στο καλύβι του. Τον ξαπλώνει στο μοναδικό κρεβάτι που είχε δίπλα στη σόμπα και με το οινόπνευμα και του τρίβει χέρια και πόδια. Ψηνότανε στον πυρετό. Άνοιξε για μια στιγμή τα μάτια – κάτι καταγάλανα μάτια σαν την θάλασσα που τον έφερε- και ίσα που ακουγόταν του λέει »πρέπει να φύγω…θα βρεις τον μπελά σου…έρχομαι από απέναντι….και ξαναλιποθύμησε. Τον σκέπασε με μια βελέντζα και βγήκε έξω. Κάτι του έλεγε μέσα του ότι έπρεπε να κρύψει την βάρκα. Άρχισε να την σέρνει και σιγά σιγά την άφησε σε ένα τέτοιο σημείο μέσα στις καλαμιές που δεν φαινόταν από πουθενά.

Γύρισε στην καλύβα και έπεσε αποκαμωμένος σε μια καρέκλα. Πρέπει να τον πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε από τις φωνές του Αλήτη. Ανοίγει την πόρτα και βρίσκεται μπροστά σε έναν Ασφαλίτη. Καλημέρα Ανέστη του λέει _τον ήξεραν όλοι στη πόλη, ψάχνουμε ένα κουμμούνι … τον κυνηγούσαν οι »δικοί μας» απέναντι και δείχνει με το χέρι του το ξερονήσι και έφυγε χθες με την βάρκα του, μήπως είδες τίποτα κατά εδώ και σπρώχνει τον Ανέστη στην άκρη και μπαίνει μέσα στην καλύβα. Κάνει μια γύρα με το βλέμμα του σε όλο το χώρο και βλέπει τον νεαρό άνδρα που  κοιμόταν κάτω από την βελέντζα, «ο ξάδελφος μου από το χωριό με φυματίωση αύριο θα τον πάω στο Σανατόριο» λέει ο Ανάλεστης (πως του ήρθε εκείνη την ώρα να το πει αυτό ούτε και αυτός το κατάλαβε). Ακούει ο Ασφαλίτης φυματίωση και με μια δρασκελιά βρίσκεται έξω από την πόρτα, ‘καλά, καλά Ανέστη αν δεις τίποτα έλα στο τμήμα του λέει και γίνεται καπνός!

Αργά το βράδυ ξύπνησε και ο επισκέπτης. Έφαγε δυο πιάτα ψαρόσουπα που του έκανε ο Ανέστης, μαζί μ’ ένα ποτηράκι φάρμακο, έτσι έλεγε το τσίπουρο! ‘Η βάρκα σου είναι μέσα στις καλαμιές του λέει όταν τον είδε να ψάχνει με την μάτια του στην ακροθαλασσιά για να την δει.

Πέντε μέρες τον περιποιήθηκε, μέχρι να πέσει ο πυρετός και να σταθεί στα πόδια του, μέχρι και κοτόπουλο έσφαξε για να τον ταΐσει. Όλες τις μέρες καθόταν μπροστά στο παράθυρο και αγνάντευε το νησί του. Δεν τον ρώτησε τίποτα ο Ανέστης, άλλα  ούτε του είπε για τον μπασκίνα που τον έψαχνε.

Το πέμπτο βράδυ μόλις είχαν ξαπλώσει, ο Ανέστης στο ήταν ακόμα πάτωμα και αυτός στη τάβλα. Τον ακούει να μονολογεί »με λένε Θωμά …πατέρα ίσα που τον θυμάμαι, σκοτώθηκε στο αντάρτικο του Έβρου. Άφησε πίσω τρία παιδιά…μετά έφυγε και η μεγάλη αδελφή μου…όταν τελείωσε και ο εμφύλιος μάθαμε ότι ζει κάπου στη Ρωσία …όλα τα χρόνια κυνηγητό και φτώχεια, πάντα κάποιος άπω πίσω μας….δυο μέρες τώρα με έψαχναν για να με στείλουν έμενα στον Άι Στράτη. Μπήκα στην βάρκα μου και έφυγα… όλη την νύχτα θαλασσοδερνόμουν δεν ξέρω πως βρέθηκα μπροστά στο κονάκι σου…πρέπει να φύγω…σε ευχαριστώ… σε ευχαριστώ για όλα». Με αυτό το ευχαριστώ στ’ αυτιά του, γλυκό και ανθρώπινο, τον πήρε ο ύπνος τον Ανέστη.

Ξύπνησε πάλι από τις φωνές του Αλήτη, νύχτα ακόμη και η τάβλα άδεια . Βγήκε στη θάλασσα την στιγμή που ο Θωμάς έβγαζε την βάρκα από τις καλαμιές. Περίμενε του λέει. Τρέχει στη καλύβα και μέσα σε μια πετσέτα βάζει ότι βρίσκει μπροστά του, 2-3 κονσέρβες κάτι βρασμένα αυγά, ψωμί και κάτι ξεραμένες σταφίδες. Παίρνει και το μοναδικό παλτό που είχε και τρέχει στη βάρκα »Πάρτα του λέει και να προσέχεις και τον πήρε αγκαλιά. Τον έβλεπε που χανόταν μέσα στην μαυρίλα της θάλασσας σαν να τον κατάπινε σιγά σιγά. Τον βρήκε το ξημέρωμα ξύπνιο στην ψάθινη καρέκλα έξω από  το καλύβι του σχεδόν παγωμένο.

Τα χρόνια που ακολούθησαν τον έφερνε πολλές φορές στο μυαλό του και αναρωτιόταν τι να απέγινε.

Είχε πατήσει πια τα 70. Εκεί στις αρχές του 80, σχεδόν 25 χρόνια μετά το γεγονός, του ήρθε ειδοποίηση από το Δήμο ότι θα είναι το τελευταίο του καλοκαίρι εκεί, γιατί όλος ο ταρσανάς θα καθαριστεί και θα επεκταθεί το λιμάνι και πρέπει να φύγει. Δεν ήξερε που να πάει, και που να μείνει. Όλη του η ζωή έμενε εκεί. Ένα απομεσήμερο που έπινε το τσιπουράκι του και σεργιανούσε τη θάλασσα του, βλέπει ένα ζευγάρι εκεί γύρω στα πενήντα να έρχεται κατά το μέρος του. Η γυναίκα κοντοστάθηκε πίσω και ο άνδρας τον πλησίασε πιο κοντά. Αυτά τα μάτια δεν θα τα ξεχνούσε ποτέ ο Ανέστης.’ Αγόρι μου »λέει και του ανοίγει την αγκαλιά του. Έκλαιγαν και οι δυο σαν μικρά παιδιά! Με έσωσες του έλεγε ο Θωμάς. Βγήκα μετά από μέρες σε μια παραλία κοντά στη Καβάλα και από εκεί έφυγα έξω. Ζω στο Βέλγιο έχω δυο παιδιά το ένα το έβγαλα Ανέστη…δεν είχε λόγια ο Ανέστης μόνο έκλαιγε.. »το τελευταίο καλοκαίρι μου εδώ, με διώχνουν του λέει…θα έρθεις μαζί μου του απαντάει ο Θωμάς τώρα πια έχεις ένα γιο».

Και πράγματι έτσι τον φώναζε ο Ανέστης για τα επόμενα οκτώ τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής του, που έζησε μαζί του στο Βέλγιο όπου απόκτησε πια και αυτός μια οικογένεια!