Στην πλατεία μετά τον χιονιά…
Περιγράφει ο Ντίνος Δαφαλιάς.
Η επόμενη μέρα του χιονιά έφτασε. Αφήνω το αυτοκίνητο κοντά στο σταθμό του τραίνου και συνεχίζω πεζός, κουμπωμένος με σκούφο και γάντια για τη δουλειά. Στην τσέπη μου έχω την ταυτότητα και το επίσημο έγγραφο μετακίνησης εργαζομένου. Στην ίδια τσέπη έχω την κάρτα των αστικών συγκοινωνιών και την κάρτα εισόδου για το κτήριο της δουλειάς.
Φτάνω στην αποβάθρα και περιμένω καρτερικά μαζί με τους λιγοστούς συμπολίτες μου, που προορισμός τους είναι το κέντρο της Αθήνας. Η τρίτη ηλικία απουσιάζει σήμερα. Συνήθως είναι περισσότεροι από τους καθημερινούς εργαζόμενους, αλλά σήμερα είναι άφαντοι. Το κρύο είναι πιο ισχυρός αντίπαλος από τον κορονοϊό. Το κρύο δεν το βλέπεις, αλλά το νιώθεις, το αισθάνεσαι. Ο κορονοϊός κι αυτός αόρατος εχθρός, μπορεί να είναι και ψέμα, μπορεί κι αλήθεια αλλά δεν συμβαίνει σε όλους. Το κρύο όμως, συμβαίνει σε όλους.

Ήρθε το τραίνο, λίγο καθυστερημένα σήμερα εξαιτίας της αραίωσης των δρομολογίων. Οι μισές ελεύθερες θέσεις είναι αρκετές για να πάμε όλοι καθιστοί και ξεκούραστοι μέχρι τον σταθμό του προορισμού μας. Σε λίγα λεπτά φτάσαμε, στην μαρτυρική στάση του Πανεπιστημίου, εκεί στην Κοραή που το ‘80 ήταν δρόμος και τώρα έγινε πλατεία. Ερημιά… Μου θύμισε τις πρώτες μέρες της περυσινής καραντίνας, τότε που ο κόσμος υπάκουσε, πριν οι αρνητές γίνουν πολλοί.

Χρειάζομαι καφέ και πάω στο “δικό μας” κατάστημα. Ερημιά κι εκεί. Οι περισσότεροι υπάλληλοι είναι σε αναστολή εργασίας. Ο ένας και μοναδικός υπάλληλος μαζί με τον ιδιοκτήτη μας περιμένουν. Θυμούνται τις ιδιαίτερες προτιμήσεις μας για το πρωινό μας ρόφημα. Πριν από μένα, μία συνάδελφος έχει παραγγείλει. Ο ιδιοκτήτης λείπει για μια παραγγελία και ο υπάλληλος μόνος, πρέπει να φτιάξει καφέ, να “χτυπήσει” την απόδειξη και να περάσει την κάρτα στο POS. Η συνάδελφος βοηθά τον υπάλληλο. Χτυπάει μόνη της το ποσό της αξίας του καφέ και περνάει την ανέπαφη κάρτα στο POS. Το παρατεταμένο μπιπ ακούγεται. Κόβει τις αποδείξεις του POS και δίνει τη μία στον υπάλληλο. Ο υπάλληλος κρεμιέται από την μπάρα στην ταμειακή, η οποία δεν είναι στραμμένη στο εσωτερικό της μπάρας. Βοηθάμε όλοι να μείνει ανοικτό το μαγαζί. Ο Πέτρος, ο ιδιοκτήτης, το παλεύει ακόμα αλλά θα είναι δύσκολο να επιβιώσει. Κρίμα, 3 οικογένειες ζούνε από αυτό το μαγαζί κι εμείς θα χάσουμε τον καλό καφέ και την κουβεντούλα με τους υπαλλήλους. Στην προθήκη του καταστήματος δεν υπάρχουν τα περίφημα εύγεστα σάντουιτς. Μόνο με παραγγελία, λέει το πρόχειρα φτιαγμένο καρτελάκι. Βγαίνω έξω με τον καφέ στο χέρι.

Ακουμπάω στο τραπεζάκι τον καφέ για να ανάψω αυτό το διαβολικό πρωινό τσιγάρο. Το τραπέζι έχει ένα τασάκι και δυο γλαστράκια με πρασινάδα. Αυτά τα δύο γλαστράκια είναι η μοναδική ομορφιά στην έρημη από κόσμο και εργαζομένους στοά.

Εκεί που κάποτε δυσκολεύσουν να περπατήσεις και εκνευριζόσουν μερικές φορές, τώρα νιώθεις θλίψη για την απουσία συνωστισμού. Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον, αλλά συνάμα δεν εκτιμά αυτά τα απλά καθημερινά που ζει. Ποτέ δεν νιώσαμε επαρκείς. Ποτέ δεν ήμασταν ευχαριστημένοι με όσα είχαμε.

Βγαίνω έξω στο φως και αποφασίζω να αποτυπώσω με το κινητό μου το σήμερα και το παρελθόν. Τόπος ιστορικής μνήμης, λέει η επιγραφή. Είναι η κομενταντούρα της Γερμανικής Κατοχής. Και τι δεν έγινε εδώ μέσα. Κάποιοι πέθαναν, βασανίστηκαν και κάποιοι πήραν αποφάσεις για μικρά και μεγάλα εγκλήματα πολέμου. Κι αυτός ο χώρος είναι κλειστός. Μόνο Τρίτη-Σάββατο μπορείς να πας. Ακόμα και πριν τον κορονοϊό έτσι ήταν, μόνο Τρίτη-Σάββατο. Το ρολό της εισόδου είναι βαμμένο με κακής ποιότητας graffiti. Προφανώς, κάποιος ανεγκέφαλος βρήκε μία μεγάλη επιφάνεια και την έβαψε με πράσινο χρώμα, ενώ πιθανόν να αγνοεί ότι εδώ μέσα μπορεί να δολοφονήθηκε συγγενής του. Τόσο ανόητος είναι. Απορείς όμως, το πράσινο στα γλαστράκια του Πέτρου είναι ωραίο, σε αντίθεση με το πράσινο χρώμα του grafiti. Δεν ευθύνεται το χρώμα για την κακή αισθητική. Πίσω από το πράσινο του Πέτρου και του βάνδαλου, κρύβονται οι καλές και οι κακές προθέσεις. Το ίδιο χρώμα μπορεί να ομορφαίνει και να βασανίζει την αισθητική και τις ψυχές που χάθηκαν άδικα. Πρέπει να στρέψω τα μάτια μου αλλού. Αναζητώ κάτι άλλο πριν τελειώσει το πρώτο τσιγάρο της ημέρας.

Συνεχίζω προς την είσοδο του κτηρίου μου. Μετανιώνω όμως, γιατί ο ουρανός είναι καθαρός. Τίποτα δεν δείχνει ότι χθες έριχνε χιόνι. Μόνο κάποιες σκιερές γωνιές διατηρούν το λιγοστό παγωμένο χιόνι. Γυρίζω 180 μοίρες και βλέπω τον Λυκαβηττό. Μπροστά μου ένα κατασκεύασμα κάτι σαν την πυραμίδα του Λούβρου, πιο φτηνό, λιγότερο μεγαλόπρεπο αλλά κάτι είναι κι αυτό. Σπάει τουλάχιστον το τσιμεντένιο χρώμα της πλατείας. Πιο πίσω, τα Προπύλαια με λίγο καλό πράσινο και στο βάθος ο περίφημος λόφος της Αθήνας. Είμαι σχεδόν μόνος στην πλατεία και δεν δυσκολεύομαι να βγάλω μία φωτογραφία χωρίς ανθρώπους. Εγκαταλείπω με θλίψη το μοναδικό γαλάζιο χρώμα του Αττικού ουρανού, που ο βάνδαλος δεν μπορεί να καταστρέψει, σβήνω το τσιγάρο στο τασάκι της εισόδου και πάω στον 1ο όροφο για την απαραίτητη θερμομέτρηση…Τώρα δουλειά…
Η ημέρα πέρασε στη δουλειά. Παίρνω το δρόμο της επιστροφής και ξεκινώ για να κατέβω τα σκαλιά για το σταθμό του μετρό. Κλειστός για μια ακόμα φορά, επειδή οι γνωστοί-άγνωστοι τα κάνουν όλα λίμπα. Η πλατεία έχει γεμίσει αστυνομικούς. Συνήθως, όποτε γίνονται πορείες, γίνονται και φασαρίες. Δεκάδες “καλοί” μας συμπολίτες, με σακίδια στον ώμο μεταφέρουν πέτρες και κομμένα μάρμαρα. Αν μας δουν στην πλατεία, όταν κατεβαίνουμε για ένα τσιγάρο, μας πετάνε πέτρες. Ρωτάς τους αστυνομικούς για μία ακόμα φορά: “Τι έγινε; Γιατί έκλεισε πάλι ο σταθμός;”
“Θα γίνει πορεία για τον Κουφοντίνα” …
Βρε, δεν πάτε στο διάολο και εσείς;…