Φρέσκα

Η αρχοντιά του γέρο-Λιάκου

της Έλενας Γεωργαλά

 

Θα’ μουν γύρω στα δώδεκα. Κείνη την Πρωτομηνιά, οι γονείς αποφάσισαν μια εκδρομή στη Λυκούρια, ένα ορεινό χωριό της Αχαίας σε κάτι συγγενείς του γαμπρού του πατέρα, που δεν τους είχα ματαδεί στη ζωή μου. Κορίτσι στο έμπα της εφηβείας εγώ, βαριόμουν θανάσιμα και την εκδρομή, και την  και τους συγγενείς. Ακολούθησα ανόρεχτα την φαμελιά χωρίς πολλές κουβέντες, φορώντας walkman στα αυτιά σε όλη τη διαδρομή.

Φτάνοντας στο χωριό, το σπίτι του γέρο Λιάκου βρισκόταν κοντά στη πλατεία. Ένα σπίτι δίπατο με υπόγειο και αυλή, γεμάτη ασβεστωμένες γλάστρες που κάποτε υπήρξαν τενεκέδες λαδιού, κι ένα επιδέξιο γυναικείο χέρι τις γέμισε βασιλικά, κατιφέδες, νεραγκούλες και κάθε μοσχοβολιά ζωής…

Τον πρωταντίκρυσα όταν ξεπρόβαλε στο λιακωτό για την υποδοχή. Ένας λεβεντόγερος σαν δωρική κολώνα. Μεγαλόκορμος, στιβαρός, ηλιοκαής, σχεδόν ογδοντάρης, φορούσε ένα στιλπνό πανωβράκι απροσδιορίστου χρώματος. –«Καλώς τα συμπεθέρια! Κοπιάστε!». Μετά τα καλωσορίσματα τον πρόσεξα καλύτερα. Φάνταζε σαν γερασμένος ήρωας της Ιλιάδας, αν και χρόνια αργότερα όταν πρωτοδιάβασα Μαλακάση, τον ταύτισα με τον Μπαταριά του. Άνθρωπος του γαιώδους, με μια λάβα στη ματιά, και με λόγια που πέφταν στη κουβέντα μετρημένα, αλλά που για τη παιδική μου ψυχή στάθηκαν μεταλλεία πνευματικής τροφοδοσίας. –«Οχτώ ώρες δουλειά, οχτώ ώρες γλέντι, οχτώ ώρες ύπνο. Και γιόμισε η μέρα!» Είχε μια κρίση κοφτερό μαχαίρι, έκοβε τα πράγματα σε καλά και κακά, δεν παρατιμολογούσε τις λέξεις.

Πλησίαζε η ώρα του μεσημεριανού. Στρώθηκαν οι τάβλες, πιάστηκε με τις οκαδιάρες κρασί απ’ το κατώγι, άχνιζαν κάτι λαγοί κοκκινιστοί στο τέντζερι, μοιράστηκαν τα κοψίδια, το κατσικάκι, όλα τα αγαθά. Τριγύρω πιλάλαγαν εγγόνια και δισέγγονα, βούιζε από αγάπη το τραπέζι. Κι ο γέρο-Λιάκος στη κορφή του, όλα τα επόπτευε και έδινε στις γυναίκες και στους παραγιούς προσταγές. Σε λίγο άπαντες καθήμενοι και κείνος ορθός, σταύρωσε το πρώτο καρβέλι, και άκουσα τη μπακιρένια αντρίκια φωνή του κατανυκτική : “Κύριε, ευλόγησε την βρώσιν και την πόσιν των δούλων Σου, ότι Άγιος ει πάντοτε…».

Κανά δυό ώρες μετά είχε στηθεί το γλέντι. Κοσμοχαλασιά! Εμφανίστηκε κ’ ένα κλαρίνο απ’ το πουθενά, όλοι πίναν, χόρευαν. Χαλασμός Κυρίου το ξεφάντωμα! Και ξάφνου πιάνει ο γέρο-Λιάκος το τραγούδι. Τι τραγούδι ήταν τούτο! Λυγμός και κελάιδισμα μαζί. Χίλιοι μακρόσυρτοι λυγμοί γεμάτοι διαφορετικούς καημούς. Και μες στην ψυχή του, να στάζει στάλα στάλα η πύρα του γλεντιού. Μόλις τελείωσε, ένιωσα να κατακλίνεται στο κεφάλι του αποκαμωμένος ο Διόνυσος. Έριξα μια κλεφτή ματιά στο πατέρα. «Για να καταλάβεις τι είναι αρχοντιά» μου είπε.

Ήταν το πρώτο μάθημά μου για το μέγα τούτο αγαθό: την αρχοντιά. Αργότερα, μεγάλη πια, στη Θεσσαλονίκη, γνώρισα έναν άλλο πιο νέο, σχεδόν μεσόκοπο άνθρωπο, διαφορετικής κατασκευής αλλά ίδιας ποιότητας. Στο πρόσωπό του ξανασυνάντησα αυτό που είχα γνωρίσει παιδί στο πρόσωπο του γέρο-Λιάκου: την αρχοντιά.

Η αρχοντιά, δεν κουβαλά πάντα γρόσια στις τσέπες της, ούτε είναι έννοια απαραίτητα ταυτόσημη με την αριστοκρατία. Είναι ένα σύμπλεγμα διαφόρων αρετών. Περηφάνιας και ευπρέπειας. Παλικαριάς και ήθους. Αυτοπεποίθησης και μεγαλοψυχίας. Αποπνέει έναν αέρα ελληνικότητας, έχει κάτι από το μυστικό πνεύμα της φυλής μας, ίσως γιατί είναι γέννημα πολλών γενεών. Η αρχοντιά δεν διδάσκεται. Φύεται μέσα σου, αν η γη είναι καλή. Και ο άρχοντας δεν γίνεται ποτέ μάζα, σε όποια τάξη και αν ανήκει, παραμένει πάντα πρόσωπο.

Στη μακρόχρονη μνήμη μου, κρατώ λίγους ανθρώπους που είχαν αυτό το γνώρισμα, αυτό το «κάτι» που είχε ο γέρο-Λιάκος, και διαπότισε πριν από 32 χρόνια την παιδική μου ψυχή. Ο γέρο-Λιάκος! Που θα ανήκει δια παντός, στην ολιγανθή αλλά αμάραντη ανθοδέσμη, των ανδρών της ιδιωτικής μου μυθολογίας.

φωτο BRETT HARKNESS