Φρέσκα

Το σκασμένο λάστιχο

Το γάλα του παιδιού!

 

του Γιώργου Ρούβαλη

 

29 χρόνια δούλευα στο μεγάλο εργοστάσιο της πόλης μας. Ήταν εκεί Διευθυντής ο μεγάλος μου αδελφός και με πήραν κι εμένα. Ο πατέρας μου, καραβομαραγκός από τις Σπέτσες, είχε έρθει στο Ναύπλιο το 1906. Μέναμε στον Ψαρομαχαλά και ήμασταν αρκετά αδέλφια, γενικά τα φέρναμε βόλτα δύσκολα. Στο εργοστάσιο, ήμουνα λίγο παιδί για όλες τις δουλειές. Χρειάζονταν πολλά χέρια, ιδίως το καλοκαίρι, όταν ερχόταν η παραγωγή ντομάτας και κυρίως χέρια χρειάζονταν για να καθαρίσουν και να πλύνουν τις μπάμιες, που όπως ξέρετε είναι γεμάτες αγκάθια. Γυναίκες από όλη την Πρόνοια, αλλά και πολλά χωριά τριγύρω, δούλευαν εκεί. Είχαν ένα λεωφορείο που έκανε δρομολόγια, τις μάζευε και τις έφερνε μέσα.

Μια από τις δουλειές που χρειάστηκε να κάνω ένα διάστημα ήταν να φροντίζω τη μικρή κόρη του αφεντικού. Αυτός, ο Ηλίας, ήταν ένας ψηλός και σωματώδης αρχοντάνθρωπος με πυκνά φρύδια.

Με καλεί μια μέρα και μου λέει:

– Ανάργυρε, σε χρειάζομαι για το εξής: Κάθε μέρα θα παίρνεις από το σπίτι μια μπουκάλα χιλιάρα και θα πηγαίνεις εκεί που είναι οι αγελάδες του Μεθενίτη να το γεμίζεις με γάλα. Μετά, με το ποδήλατό σου, θα το πηγαίνεις στο Τολό, όπου παραθερίζει η οικογένειά μου. Επτά η ώρα το πρωί πρέπει να είσαι εκεί, γιατί το παιδί, η Μπέμπα, ξυπνάει και θέλει το γάλα του.

– Εντάξει, αφεντικό.

Ξεκινούσα λοιπόν καθημερινά στις 6:00 το πρωί με το ποδήλατό μου από τον Ψαρομαχαλά, κατέβαινα με τη μπουκάλα τη χιλιάρα στις αγελάδες κι από εκεί δρόμο για το Τολό, πάνω από 10 χιλιόμετρα διαδρομή.

Έτσι έγινε ένα ολόκληρο καλοκαίρι και κανείς δεν παραπονέθηκε. Όμως μια μέρα μου συνέβηκε ένα απρόοπτο: στην Ασίνη, λίγο πριν από το τέλος της διαδρομής, μου σκάει το λάστιχο. Τώρα τί γίνεται; Πιάνω λοιπόν το ποδήλατο και με τα πόδια στο Τολό. Φτάνω στις 7:30 στο σπίτι που ήταν δίπλα στη θάλασσα. Στο μπαλκόνι, με τα χέρια στους γοφούς, απειλητική, με περίμενε η μάνα της Μπέμπας, μια τεράστια κι αυτή αρχοντογυναίκα.

– Τί ώρα είναι αυτή που εμφανίζεσαι;

– Ξέρετε, είχα ένα ατύχημα, μου έσκασε ένα λάστιχο στην Ασίνη. Με τα πόδια ήρθα από εκεί, γι’ αυτό άργησα.

– Δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Να κόψεις το λαιμό σου! Εδώ πρέπει να είσαι ακριβώς στις 7:00 η ώρα, γιατί το παιδί θέλει το γάλα του! Με το ζόρι συγκρατήθηκα, δε μίλησα. Έδωσα τη χιλιάρα κι ετοιμάστηκα να φύγω. Είχαν εκεί μια Μικρασιάτισσα μαγείρισσα και μια νταντά για το παιδί. Η κυρία είχε εξαφανιστεί μέσα στο σπίτι και η Μικρασιάτισσα με κρατάει απ’ το μπράτσο και μου λέει:

– Έλα μέσα να φας δύο αυγά.

– Μπα, δε θέλω τίποτα, ευχαριστώ.

– Έλα που σου λέω. Πρέπει να είσαι κουρασμένος και να πεινάς. Με τα πολλά ανέβηκα στην κουζίνα κι έκατσα κι έφαγα τα δύο αυγά και τυρί, γιατί η αλήθεια είναι ότι ήμουν πεινασμένος και ταλαιπωρημένος.

Μετά πήγα σε ένα ποδηλατάδικο κι έφτιαξα το λάστιχο, κόλλησε τη σαμπρέλα, γιατί είχε και σαμπρέλα.

Γυρνάω στο εργοστάσιο, πάω στον Ηλία και του λέω:

– Στο σπίτι σου δεν ξαναπηγαίνω!

– Τί είπες; Τί είναι αυτά που μου λες; –

Δεν μπορώ να με προσβάλλουν άδικα…

– Βρε φύγε από ‘δω μη σου δώσω καμιά κλωτσιά στον κώλο.

Την άλλη μέρα τα χαράματα έστειλε το σωφέρ του στον Ψαρομαχαλά να με μαζέψει και να με πάει στο Τολό με το γάλα. Όπου φτωχός κι η μοίρα του… Σηκώθηκα και ξαναπήγα για το γάλα του παιδιού…

Μετά από μερικά χρόνια, επειδή ο μισθός μας ήταν πλέον πολύ χαμηλός, μου έκανε πρόσκληση ο αδελφός μου κι έφυγα για την Αμερική, όπου έμεινα άλλα 27 χρόνια, μέχρι σήμερα που είμαι 94 ετών. Γι’ αυτό σου λέω, αυτή την κυρία που περνάει μπροστά μας εδώ στην παραλία, εγώ και το γάλα της αγελάδας την έχουμε μεγαλώσει.