Φωτεινή Τέντη…«Το κοστούμι»
Ένα κοστούμι είχε. Το φορούσε τα Σαββατόβραδα που πήγαινε με τα φιλαράκια στη διπλανή ταβέρνα ν’ ακούσει τον Μάρκο, τον Στράτο και τον Τσιτσάνη. Να πιεί κρασί απ’ το βαρέλι, να βγάλει το σακάκι, να χορέψει ένα απτάλικο ζεϊμπέκικο που το αγαπούσαν οι ρεμπέτες και να γλεντάνε όλοι ως το πρωί∙ την άλλη μέρα ήταν Κυριακή. Είχε μια κιθάρα κρεμασμένη στον τοίχο, πίσω απ’ το κρεβάτι. Όταν γύριζε απ’ τη δουλειά, έτρωγε το φαΐ της μάνας και κλεινόταν στο πλυσταριό να μην ενοχλεί τους άλλους. Εκεί την παίδευε∙ την καλόπιανε και την παρακαλούσε να τον βοηθήσει να πιάσει τον ρυθμό που είχε στο μυαλό του.
Όταν τα κατάφερνε, χαμογελούσε όλη τη νύχτα ενώ τον είχε πάρει ο ύπνος. Στο σπίτι, ξέμεναν συχνά από λεφτά, ξέμενε κι εκείνος. Τότε, έβαζε ενέχυρο το ένα του κοστούμι, τη μόνη του κιθάρα και ξελάσπωνε. Μετά δούλευε διπλοβάρδιες. Μάζευε όσες δραχμές είχε παζαρέψει και έτρεχε στον αμανατιτζή, να πάρει πίσω την περιουσία του που άλλη από αυτή δεν είχε. Κι όλα αυτά ήταν μάλλον φυσιολογικά, ίσως και συνηθισμένα. Εκείνο που δεν κόλλαγε και ξένιζε τους γύρω, ήταν αυτή η πετριά που είχε αποκτήσει, από τη μέρα που γυρνώντας τους σταθμούς στο τρανζιστοράκι, κόλλησε σε έναν εκφωνητή που κάτι έλεγε για «όπερα».
Όχι ότι δεν την γνώριζε, την είχε κάπου ακούσει πιο μικρός, μα σ’ εκείνον τον σταθμό εκείνη την ημέρα άκουσε όση «όπερα» δεν είχε ακούσει σ’ όλη τη ζωή του. Και τότε το κατάλαβε ότι δεν θα γλίτωνε απ’ αυτή. Θα ‘πιανε θέση δίπλα στον Μάρκο, την κιθάρα και το μόνο του κουστούμι. Ο χρόνος -αυτός ο πονηρός απατεώνας- τότε του φαινόταν μακρύς και τον περιφρονούσε, μα πέρασε από πάνω του σαν φύσημα του αέρα. Τον έσπρωξε προς τα εμπρός και δύο βήματα μετά, βρέθηκε με σύνταξη, οικογένεια, παιδιά, σπίτι δικό του και δραχμές τόσες, που δεν χρειαζόταν να βάλει ενέχυρο τίποτα από αυτά που του έφερναν ευτυχία.
Εκτός από την οικογένειά του, τίποτα δεν αγάπησε πιο πολύ από εκείνο το κουστούμι, τους δρόμους του ρεμπέτικου, τη μία του κιθάρα κι εκείνη την ξενόφερτη την όπερα, που πια, εκτός από το άκουσμα χαιρόταν και εικόνα, όταν κάποιες φορές την έδειχνε κάποιο τηλεοπτικό κανάλι. Τώρα που δεν δούλευε και είχε ώρες άφθονες να κάνει τα δικά του, αγόρασε κι ένα μπαγλαμαδάκι∙ να το παιδέψει και αυτό, μήπως και του προδώσει κάποιο από τα μυστικά του. Λίγες μέρες μετά, έτσι ξαφνικά έφυγε απ’ αυτόν τον κόσμο, ποιος ξέρει πού να είναι; Ο χρόνος τού την έφερε άλλη μια φορά και το μπαγλαμαδάκι δεν το πρόλαβε. Μαζί και τόσα άλλα.
Όμως, όσο κανείς κι αν λυπηθεί, πώς να μη ζηλέψει κάποιον που όλη του τη ζωή διάλεξε τις αγάπες του μόνο με την καρδιά του κι εκείνες βρήκαν χώμα καθαρό, ρίζωσαν βαθιά και έμειναν μαζί του ως το τέλος; Λίγες και αληθινές, τόσες χωράει μια καρδιά, τις φύλαξε φτωχός, τις φύλαξε και με γεμάτες τσέπες. Γιατί απλά δεν είχανε τιμή, ούτε στα χρηματιστήρια αξία. Κι ας έλεγε άλλα ο αμανατιτζής. Όσο κανείς κι αν λυπηθεί, πολλές φορές θα το σκεφτεί πως ο ρεμπέτης που άκουγε όπερα, ίσως να έζησε χρόνια αληθινά κι ίσως να πέρασε πιο καλά από αυτούς με τα πολλά κοστούμια.
Αναδημοσίευση: https://exitirion.wordpress.com/2021/02/17/foteini-tenti-to-koustoumi/
