το τραγούδι της ημέρας – Πρωτομαγιά…«Νυν και αεί»
του Μιχάλη Δήμα
Στους μοναχικούς μου περιπάτους όλο και κάτι μουρμουρίζω ή σφυρίζω. Στον τελευταίο, έπιασα τον εαυτό μου να σιγοτραγουδάει το «Πρωτομαγιά με το σουγιά χαράξαν το φεγγίτη»… Tα πεύκα και τα κυπαρίσσια, οι παπαρούνες και οι μαργαρίτες, παραξενεύτηκαν και έστησαν αυτί.
Δεν ξέρω πως έχω συνδέσει αυτή τη μέρα με το «Νυν και αεί» του Νίκου Γκάτσου. Δεν θυμάμαι πότε το άκουσα για πρώτη φορά από την αισθαντική φωνή της Βίκυς Μοσχολιού, με αυτή την υπέροχη βραχνάδα. Πρέπει να ήμουν παιδί.
Θα το είχα ακούσει μαζί με τη μικρή Ραλλού και το Γιάννη το φονιά. Έξι με εφτά στα τραγούδια της παρέας ή δέκα με έντεκα το βράδυ στο ελληνικό τραγούδι του δεύτερου προγράμματος. Ακόμα τότε τα τρανζιστοράκια ήταν ιδανική συντροφιά.
Σε αυτό, λοιπόν, το τραγούδι δεν υπάρχει ίχνος ευφροσύνης από τη γιορτή της φύσης. Ούτε ένα λουλούδι, ούτε ένα στεφάνι, ούτε ανθισμένοι αγροί με χαρούμενες παρέες, που γλεντάνε και γελούν. Τίποτα το ειδυλλιακό. Ίχνος ρομαντισμού. Ούτε εργάτες με υψωμένες γροθιές, πανό, κόκκινα γαρίφαλα και πίσω τους τζιμινιέρες από φάμπρικες, να καπνίζουν, κάτι που να θυμίζει σοσιαλιστικό ρεαλισμό.
Πρόκειται για ένα κομμάτι σκληρό, ροκ με τα όλα του.
Η ιστορία διαδραματίζεται ξημερώματα πρωτομαγιάς, στη λαϊκή συνοικία της Κοκκινιάς, που το όνομά της πιο πολύ παραπέμπει στο κόκκινο του αίματος, παρά σε χρώμα λουλουδιού. Λέξεις που σου καρφώνονται στο μυαλό σαν καρφιά με τρομερή δύναμη, με την εμβληματική μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου, να λειτουργεί σαν πυροκροτητής. Χαράζονται στη μνήμη με τρόπο ανεξίτηλο, σχεδόν σαν σουγιαδιές.
Ένας καταιγισμός από ουσιαστικά και ρήματα, τόσο δραστικά στα όρια της εξουθένωσης. Ο μπόγιας, η τριχιά, ο φεγγίτης, το αραξοβόλι, ο ληστής, ο χάρος, ο σουγιάς, τα θεριά, η μαύρη γη. Χαράξαν, πήραν, περπατούσε, σώριασε, πατάγαν. Κανένα καλολογικό στοιχείο. Κανένας επιθετικός προσδιορισμός. Καθαρίζουν τα ουσιαστικά γυμνά, νέτα σκέτα.
Το μοναδικό επίθετο του τραγουδιού, αναφέρεται στη γη, που είναι μαύρη. Τραγικός ρεαλισμός, στη νιοστή.
Είναι ένα τραγούδι δυναμίτης στα θεμέλια της άνοιξης και του οργασμού της φύσης. Ένα τραγούδι θρυαλλίδα στην πάλη των τάξεων, αφού ο χάρος έχει την τελευταία λέξη, όταν με μορφή ανθρώπου παίρνει τόσο βίαια κάποιον που αγαπάμε και τον έχουμε για αραξοβόλι, νυν και αεί. Γι’ αυτό τα πεύκα και τα κυπαρίσσια, οι παπαρούνες και οι μαργαρίτες θροΐζοντας μουρμούριζαν παρέα μου κι αυτές νυν και αεί, νυν και αεί…

