Φρέσκα

Ο Φωτογράφος των κοριτσιών…και η Κάρμεν

της Έφης Καραμιχάλη

 

Έμενε σ’ ένα απ’ τα πιο όμορφα νεοκλασικά της πόλης. Ο πατέρας του γιατρός και η μάνα του δασκάλα. Γεννημένος στα τέλη του ’30, ξεχώριζε στο σχολείο για την ευστροφία του, την περίσσια ευγένια του, και τα ακριβά του ρούχα. Θα τον έλεγες και μοναχικό. Ακόμη από τότε στην εφηβεία του μόνος να γυρνάει την πόλη και να φωτογραφίζει. Λάτρευε την φωτογραφία. Ο πατέρας του τον προόριζε για γιατρό, άντε δικηγόρο, αυτός όμως μετά από ένα γερό καυγά, τελειώνοντας την εβδόμη έκλεισε την πόρτα πίσω του και έφυγε για το Παρίσι να σπουδάσει φωτογραφία.

Στεναχωρήθηκαν πολύ αλλά μοναχοπαίδι τον είχανε, τον πρώτο χρόνο κιόλας αποδεχτήκανε την απόφαση του και άρχισαν να πηγαινοέρχονται στο Παρίσι να τον βλέπουν. Είχε φτάσει στην πόλη του φωτός λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση της και ήταν με την μηχανή του μέσα σε πολλά σημαντικά ιστορικά γεγονότα εκείνων των χρόνων. Ακουγότανε ότι οι φωτογραφίες του, έμπαιναν στα καλύτερα περιοδικά εκείνης της εποχής στο Παρίσι. Λεγόταν μάλιστα ότι είχε σταλεί από κάποιον μέχρι την Αμερική και πέρασε και την πόρτα του Λευκού Οίκου για να φωτογραφίσει μια δεξίωση, επί προεδρίας Αιζενχάουερ.

Στην πόλη του είχε έρθει δύο φορές μόνο για τους θανάτους των γονιών του. Την τρίτη φορά που ήρθε – κοντά 18 χρόνια απ’ την μέρα που έφυγε – ήρθε να μείνει για πάντα. Μόνος όπως έφυγε.

Το πατρικό του ήταν εδώ όπως τ’ άφησε, σαν να τον περίμενε να γυρίσει. Ένα μεγάλο αρχοντικό διώροφο με ένα τεράστιο μπαλκόνι στον επάνω όροφο που έβλεπε τη θάλασσα. Δίπλα στην υπερυψωμένη κεντρική είσοδό του είχε 5-6 σκαλάκια που κατεβαίνανε στο υπόγειο του σπιτιού. Εκεί έκανε το στούντιο του. Εκεί στοιβάχτηκαν τα αμέτρητα μπαούλα που ήρθαν απ’ το Παρίσι, γεμάτα με φωτογραφικές μηχανές και ό,τι είχε αποτυπώσει τόσα χρόνια ο φακός του.

Τα ξύλινα παντζούρια του νεοκλασικού άνοιγαν μόνο μια – δυο φορές το χρόνο που τον επισκεπτότανε ένας φίλος του Γάλλος. Ήταν οι μόνες φορές που το σπίτι ζωντάνευε, έφεγγε, άκουγες μουσική. Οι μόνες φορές που γελούσε και είχε έναν άνθρωπο δίπλα του. Έκαναν βόλτες μέσα στην πόλη βγάζοντας φωτογραφίες. Οι θαμώνες των καφενείων ψιθύριζαν διάφορα πίσω από την πλάτη τους. Ήταν βλέπεις αυτό το άρωμα που άφηναν περνώντας και το πολύ σικ Γαλλικό ντύσιμο τους που τους έκανε τόσο “διαφορετικούς” για τα μάτια τους. Μετά ο φίλος έφευγε έκλειναν ξανά όλα τα παντζούρια κι αυτός ξανακατέβαινε στο υπόγειο – στούντιό του. Μόνο εκεί έβλεπες πια φως. Και ξανά μόνος του. Ατελείωτες βόλτες και να φωτογραφίζει τα πάντα.

Πιστεύω ότι όλη η ιστορία της πόλης – κι όχι μόνο – είχε περάσει απ’ το φακό του! Εγκαίνια δρόμων, λιμανιών, σταθμών, γεφυριών, επισκέψεις πατριαρχών, πρωθυπουργών, του «τέως», των χουντικών, παρελάσεις, εκκλησιάσματα, χοροεσπερίδες και πολλές εικόνες από την καθημερινή ζωή της πόλης.

Κάποια μέρα πήγε να φωτογραφίσει τα “κορίτσια” στα μπουρδέλα της γειτονιάς μου, και έτσι άρχισε το πήγαινε – έλα. Τον έβλεπαν να περνάει το κατώφλι, με την κόκκινη λάμπα από πανω, αλλά λίγοι πίστευαν ότι περνούσε και στα πολύ “ιδιαιτέρα δωμάτια”. Εκείνη την εποχή ήταν στα “σπίτια” η Κάρμεν, μια πόρνη λεπτεπίλεπτη Γαλλιδούλα με σπασμένα ελληνικά που ποιος ξέρει πως ξέμεινε στην πόλη μας. Ταιριάξανε κι ήταν η μόνη γυναίκα που περνούσε την πόρτα του υπογείου του και η μόνη που άφηνε να “σκαλίζει” το υλικό στα γεμάτα μπαούλα του!

Και ήρθε ο χειμώνας του ΄72. Μια νύχτα πιάνει μια μπόρα ξαφνική και δυνατή σαν να ήθελε να αφανίσει όλη την πόλη. Πλημμυρίσανε τα πάντα. Το νερό της βροχής πολύ, έτρεχε στους δρόμους και παρέσυρε ότι εύρισκε μπροστά του για να καταλήξει στη θάλασσα. Στο διάβα του συνάντησε το υπόγειο του νεοκλασικού και μπήκε όλο μέσα. Τον βρήκε στον ύπνο. Ξύπνησε έντρομος και βγήκε έξω φωνάζοντας. Μέχρι να καταλάβει τι γινόταν άρχισαν να περνάνε μπροστά απ’ τα μάτια του ό,τι είχε φωτογραφίσει μέχρι τότε. Το νερό έπαιρνε μαζί του κι όλη την φωτογραφική ιστορία της πόλης και της ζωής του. Εικόνες και στιγμές σε ασπρόμαυρο φόντο γέμισαν την πόλη. Καταστράφηκαν όλα. Η βροχή και το κλάμα του ένα πράγμα μέσα στο σκοτάδι, ουρλιαχτό και μοιρολόι μαζί, κι αυτός μούσκεμα να ψάχνει μέσα στους δρόμους τις ασπρόμαυρες στιγμές της ζωής του.

Η Κάρμεν τον βρήκε το πρωί στα σκαλιά του σπιτιού του με μια αγκαλιά βρεγμένες φωτογραφίες, όσες του απέμειναν και μπόρεσε να μαζέψει μέσα στη νύχτα. Το σώμα του ήταν εκεί, το μυαλό του όμως είχε ήδη φύγει. Τον ανέβασε στο σπίτι και τον φρόντισε μέχρι να “φύγει”, κοντά 4 χρόνια. Στάθηκε δίπλα του σαν κόρη, σαν αδελφή, σαν μια καλή φίλη, μα πάνω από όλα σαν άνθρωπος!